Μειωμένη ιατρική φροντίδα για την αντιμετώπιση του εμφράγματος λαμβάνουν οι γυναίκες συγκριτικά με τους άνδρες, ακόμα και όταν τα ποσοστά διάγνωσης είναι τα ίδια. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε έρευνα της Βρετανικής Καρδιολογικής Εταιρίας που δημοσιεύθηκε στο Journal of the American College of Cardiology.

Οι κλινικές δοκιμές, στις οποίες επικεφαλής ήταν ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, στόχευαν να κατανοήσουν την επίδραση της εξέτασης τροπονίνης στα περιστατικά καρδιακών επεισοδίων.

Όταν οι άνθρωποι φτάνουν στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών και υπάρχει η υποψία ότι έχουν υποστεί έμφραγμα, υποβάλλονται σε εξέταση τροπονίνης (πρωτεΐνη που εκκρίνεται από την καρδιά κατά το έμφραγμα).

Οι επιστήμονες έθεσαν υπό ιατρική παρακολούθηση 48.282 ανθρώπους, 47% γυναίκες και 53% άνδρες σε 10 νοσοκομεία της Σκοτίας που υπήρχε υποψία ότι είχαν υποστεί έμφραγμα. Αρχικά διαπιστώθηκε ότι με τις ίδιες τιμές αναφοράς στο τεστ τροπονίνης για άνδρες και γυναίκες, είχαν προκύψει διαφορετικές διαγνώσεις μεταξύ των δύο φύλων.

Στη συνέχεια οι ερευνητές έκαναν ξανά διάγνωση με τις τροποποιημένες τιμές αναφοράς της τροπονίνης βάσει φύλου και συνέχισαν να παρακολουθούν τους ασθενείς αναφορικά με τις θεραπείες που έλαβαν, αν υπέστησαν δεύτερο έμφραγμα ή αν απεβίωσαν εντός του προσεχούς 12μήνου.

Οι ερευνητές παρατήρησαν πως παρά την αύξηση στις σωστές διαγνώσεις, οι πιθανότητες οι γυναίκες να λάβουν τις συνιστώμενες θεραπείες για το έμφραγμα ήταν σχεδόν οι μισές συγκριτικά με τους άνδρες. Αυτές συμπεριλάμβαναν την επαναγγείωση (15% στις γυναίκες έναντι 34% στους άνδρες), τη διπλή αντιαιμοπεταλιακή αγωγή (26% στις γυναίκες έναντι 43% στους άνδρες) και προληπτικές θεραπείες συμπεριλαμβανομένων των στατινών (16% στις γυναίκες έναντι 26% στους άνδρες).

Η έρευνα δημοσιεύθηκε λίγες μέρες μετά από μία έκθεση της Βρετανικής Καρδιολογικής Εταιρίας η οποία διαπίστωνε αποτυχία στην ίση νοσηλεία ανδρών και γυναικών κάτι που οδήγησε σε περισσότερους από 8.000 θανάτους γυναικών από έμφραγμα την προηγούμενη δεκαετία.

«Η διάγνωση ενός εμφράγματος αποτελεί μόνο ένα κομμάτι του παζλ. Κομβική σημασία για τη διάγνωση μπορεί να παίξει ο τρόπος που θα ερμηνευθούν τα αποτελέσματα των εξετάσεων και το ιατρικό ιστορικό από τους επαγγελματίες υγείας καθώς επίσης και η ασυνείδητη μεροληψία των θεραπόντων. Αυτό ενδέχεται να εξηγεί εν μέρει το γιατί, ακόμα και όταν τα ποσοστά διάγνωσης αυξήθηκαν, οι γυναίκες εξακολουθούν να βρίσκονται σε μειονεκτική θέση όσον αφορά τις θεραπείες που λαμβάνουν μετά από ένα έμφραγμα», εξηγεί ο Δρ. Ken Lee εκ των συγγραφέας της μελέτης.

Η έρευνα επιβεβαιώνει προηγούμενη επιστημονική εργασία της ίδιας ομάδας για την ανάγκη βελτίωσης της διάγνωσης του εμφράγματος και καταδεικνύει την ανάγκη το τεστ τροπονίνης να έχει διαφορετικές τιμές αναφοράς για τους άνδρες και τις γυναίκες, καθώς στις γυναίκες εκκρίνεται χαμηλότερη ποσότητα τροπονίνης κατά τη διάρκεια ενός εμφράγματος.

«Εντοπίζοντας μία βιολογική διαφορά μεταξύ των ανδρών και των γυναικών έχουμε καταφέρει να βελτιώσουμε το τεστ τροπονίνης για να εντοπίζουμε περισσότερες γυναίκες που έχουν υποστεί έμφραγμα. Υπό άλλες συνθήκες αυτές οι γυναίκες δεν θα είχαν διαγνωσθεί», προσθέτει ο Δρ. Lee.