Μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Experimental Physiology προτείνει ένα καινοτόμο, μη επεμβατικό τεστ για την αξιολόγηση της εντερικής λειτουργίας μέσω ενός μικρού δείγματος αίματος και κοπράνων, που ενδεχομένως να βοηθήσει στην εξέταση και την παρακολούθηση της θεραπείας των παθήσεων του εντέρου.

Τα τελευταία χρόνια η αύξηση που παρατηρείται στις παθήσεις του εντέρου, όπως οι φλεγμονώδεις νόσοι, είναι εντυπωσιακή σε παγκόσμιο επίπεδο και κυρίως στις βιομηχανικές χώρες. Μόνο το 2015, μάλιστα, 250.000 άνθρωποι στο Ηνωμένο Βασίλειο και τρία εκατομμύρια στις ΗΠΑ διαγνώσθηκαν με φλεγμονώδη νόσο του εντέρου.

Τα συμπτώματα της ασθένειας αυτής περιλαμβάνουν πόνο και πρήξιμο στο στομάχι, διαρροϊκές κενώσεις με αίμα, απώλεια βάρους και έντονο αίσθημα κούρασης. Παρόλο που μέχρι στιγμής δεν υπάρχει θεραπεία για τις φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου, πρόκειται για μια πάθηση ελεγχόμενη, η έγκαιρη διάγνωση της οποίας θα καθιστούσε τους ασθενείς ικανούς να ελέγξουν τα συμπτώματα πριν αυτά γίνουν έντονα κι έτσι να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής τους.

Για να πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, θα πρέπει να πούμε ότι η καλή λειτουργία του εντέρου καθορίζεται από το εντερικό επιθήλιο, ένα πολύπλοκο και πολυεπίπεδο σύστημα, το οποίο μπορεί να παρομοιαστεί με ένα καλά ρυθμισμένο φίλτρο που ελέγχει με ακρίβεια το πέρασμα των θρεπτικών ουσιών και αποτρέπει την είσοδο των βακτηρίων από το έντερο στη ροή του αίματος.

Στους ασθενείς με φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου και άλλες εντερικές παθήσεις, λοιπόν, αυτό το φίλτρο είναι κατεστραμμένο, επιτρέποντας σε περισσότερα βακτηριακά προϊόντα να εισέλθουν στο αίμα, μια κατάσταση που είναι γνωστή ως Σύνδρομο Διαρρέοντος ή Διαπερατού Εντέρου.

Πολωνοί επιστήμονες, λοιπόν, δημιούργησαν ένα νέο τεστ που μετρά τη συγκέντρωση των βακτηριακών προϊόντων του εντέρου στο αίμα και τα κόπρανα του ασθενούς. Οι ίδιοι, μάλιστα, τονίζουν ότι περαιτέρω έρευνα για την αξιολόγηση της διαπερατότητας του εντέρου θα αποδειχθεί ιδιαίτερα σημαντική για τη διάγνωση και θεραπεία των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου και άλλων σχετικών παθήσεων.

Όπως αναφέρεται στη σχετική δημοσίευση, η υπάρχουσα στρατηγική διάγνωσης και ελέγχου των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου είναι η κολονοσκόπηση, μια επεμβατική διαδικασία που συχνά απαιτεί αναισθησία και αξιολογεί περισσότερο τις δομικές αλλοιώσεις παρά τη δυσλειτουργία του εντέρου. Οι εντερικές δυσλειτουργίες, όμως, συμβαίνουν πριν οι δομικές αλλαγές γίνουν ορατές, επομένως οι διαγνώσεις που βασίζονται στα τεστ δυσλειτουργίας και αξιολογούν την εντερική διαπερατότητα ίσως να επιτρέψουν στους κλινικούς γιατρούς να διαγνώσουν νωρίτερα την ασθένεια.

Η νέα αυτή έρευνα, λοιπόν, αναδεικνύει ένα μη επεμβατικό, απλό τεστ που θα μπορούσε να φανεί χρήσιμο όχι μόνο για τη διάγνωση των φλεγμονωδών νόσων του εντέρου, αλλά και άλλων εντερικών δυσλειτουργιών, όπως η κοιλιοκάκη και οι τροφικές αλλεργίες. Επιπλέον, χρησιμεύει στην ανίχνευση ασθενειών που οδηγούν σε διάτρηση του εντέρου, όπως η καρδιακή ανεπάρκεια, η υψηλή αρτηριακή πίεση και οι παθήσεις του ήπατος.