Οι άνθρωποι που μολύνονται από την COVID-19 βιώνουν μια μεγάλη ποικιλία στη σοβαρότητα και τα συμπτώματα της νόσου, με τα πιο συχνά να είναι ο υψηλός πυρετός και τα αναπνευστικά προβλήματα. Αυτοψίες και άλλες μελέτες, ωστόσο, έχουν αποκαλύψει ότι η λοίμωξη μπορεί να επηρεάσει το ήπαρ, τα νεφρά, την καρδιά, τον σπλήνα, ακόμα και τη γαστρεντερική οδό. Ένα σημαντικό κομμάτι των ασθενών που νοσηλεύονται με αναπνευστικά προβλήματα παρουσιάζουν, επίσης, διάρροια, ναυτία και τάση για έμετο, υποδεικνύοντας ότι όταν ο ιός εμπλέκεται στην γαστρεντερική οδό αυξάνει τη σοβαρότητα της νόσου.
Σε μια επανεξέταση που δημοσιεύθηκε στο mBio, ο μικροβιολόγος Heenam Stanley Kim από το Πανεπιστήμιο της Κορέας εξέτασε νέα στοιχεία που δείχνουν ότι η κακή εντερική υγεία επηρεάζει αρνητικά την πρόγνωση της COVID-19. Βάσει αυτής της ανάλυσης, ο Δρ. Kim ισχυρίζεται ότι η εντερική δυσλειτουργία –και το σχετικό σύνδρομο διαρρέοντος εντέρου– μπορεί να επιδεινώνουν τη σοβαρότητα της λοίμωξης, καθιστώντας τον ιό ικανό να φτάσει στην επιφάνεια της πεπτικής οδού και των εσωτερικών οργάνων. Τα όργανα αυτά είναι ευάλωτα στην λοίμωξη επειδή η παρουσία της ACE2 – πρωτεΐνης-στόχου του SARS-CoV-2– είναι μεγάλη στην επιφάνειά τους.
«Φαίνεται να υπάρχει σαφής σύνδεση ανάμεσα στο τροποποποιημένο εντερικό μικροβίωμα και τη σοβαρή COVID-19», αναφέρει χαρακτηριστικά ο ειδικός.
Μελέτες έχουν δείξει ότι οι άνθρωποι με υποκείμενα νοσήματα όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, ο διαβήτης και η παχυσαρκία αντιμετωπίζουν υψηλότερο κίνδυνο σοβαρής COVID-19. Ο κίνδυνος επίσης αυξάνεται με την ηλικία, με τους γηραιότερους ανθρώπους να είναι πιο ευάλωτοι στις πιο σοβαρές επιπλοκές και σε μεγαλύτερη πιθανότητα νοσηλείας. Και οι δύο αυτοί παράγοντες, όμως, η προχωρημένη ηλικία και οι χρόνιες παθήσεις, φέρουν ένα γνωστό συσχετισμό με το τροποποιημένο εντερικό μικροβίωμα. Η ανισορροπία αυτή μπορεί να επηρεάσει την ακεραιότητα του εντερικού φραγμού, γεγονός το οποίο μπορεί να επιτρέψει στους παθογόνους μικροοργανισμούς να φτάσουν ευκολότερα στα κύτταρα της εντερικής αλληλουχίας.
Μέχρι σήμερα, η σύνδεση ανάμεσα στην εντερική υγεία και την πρόγνωση της COVID-19 δεν είχε αποδειχθεί εμπειρικά, με ορισμένους ερευνητές να διατείνονται πως το μη υγιές εντερικό μικροβίωμα μπορεί να είναι υποκείμενη αιτία για το ότι κάποιοι άνθρωποι βιώνουν τόσο σοβαρές λοιμώξεις.
Πρόκειται, πράγματι, για μια περίπλοκη σχέση. Μια μελέτη σε συμπτωματικούς ασθενείς της COVID-19 στη Σιγκαπούρη, για παράδειγμα, βρήκε ότι σχεδόν οι μισοί είχαν ανιχνεύσιμο επίπεδο κορωνοϊού στα τεστ κοπράνων, αλλά μόνο οι μισοί από αυτούς βίωναν γαστρεντερικά συμπτώματα. Η μελέτη αυτή υποδεικνύει ότι ακόμα κι αν ο SARS-CoV-2 φτάσει στην γαστρεντερική οδό, μπορεί να μην προκαλέσει προβλήματα. Ο Δρ. Kim σημείωσε, ακόμη, ότι η εντερική υγεία ενός ατόμου τη στιγμή της λοίμωξης μπορεί να παίζει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη των συμπτωμάτων.
Από την άλλη, αρκετές πρόσφατες μελέτες έχουν διαπιστώσει μειωμένη βακτηριακή ποικιλία στα εντερικά δείγματα ασθενών με COVID-19, σε σχέση με δείγματα υγιών ανθρώπων. Η ασθένεια έχει συνδεθεί, επίσης, με την εξάντληση των ωφέλιμων βακτηριακών ειδών και την αύξηση των παθογόνων. Παρόμοια ανισορροπία έχει σχετιστεί με τη λοίμωξη από γρίπη, αν και οι δύο ιοί διαφέρουν ως προς τον τρόπο που αλλάζουν τη συνολική μικροβιακή σύνθεση.
Τα εξαντλημένα αυτά βακτηριακά είδη που σχετίζονται με τη λοίμωξη COVID-19 περιλαμβάνουν κάποιες οικογένειες βακτηρίων που είναι υπεύθυνες για την παραγωγή βουτυρικού οξέος, ενός λιπαρού οξέος βραχείας αλύσου, που παίζει κρίσιμο ρόλο στην εντερική υγεία, καθώς ενισχύει τη λειτουργία του εντερικού φραγμού.
Ο Δρ. Kim άρχισε να αναλύει τις μελέτες αυτές, όταν συνειδητοποίησε ότι οι πλούσιες χώρες με καλές υγειονομικές υποδομές ήταν εκείνες που «χτυπήθηκαν» σκληρότερα από τον ιό. Η διατροφή δυτικού τύπου που παρατηρείται στις χώρες αυτές έχει χαμηλή περιεκτικότητα σε φυτικές ίνες και «μια διατροφή με έλλειψη φυτικών ινών αποτελεί μια από τις βασικές αιτίες του τροποποιημένου εντερικού μικροβιώματος. Γι’αυτό και η κακή εντερική υγεία οδηγεί σε χρόνιες παθήσεις», επισημαίνει ο επιστήμονας.
Γεγονός, πάντως, είναι ότι η παθογένεια της COVID-19 δεν είναι ακόμη απόλυτα κατανοητή. Αν, λοιπόν, οι μελλοντικές μελέτες δείξουν ότι πράγματι η εντερική υγεία επηρεάζει την πρόγνωση της νόσου, τότε οι κλινικοί γιατροί και οι ερευνητές θα πρέπει να εκμεταλλευτούν αυτή τη σύνδεση για καλύτερες στρατηγικές που θα στοχεύουν στην πρόληψη και διαχείρισή της. Η κατανάλωση περισσότερων φυτικών ινών μπορεί, με άλλα λόγια, να μειώνει τον κίνδυνο για σοβαρή ασθένεια από τον κορωνοϊό και η μεταμόσχευση μικροβίων μπορεί να αποτελέσει μια θεραπεία άξια θεώρησης για τα πολύ βαριά περιστατικά.
Διαβάστε επίσης
Έντερο: Τι να τρώτε για να λειτουργεί σωστά – Πέντε τροφές που «απαγορεύονται»
Κορωνοϊός – Ασθενείς: Πόσοι μήνες περνούν μέχρι να αναρρώσουν πλήρως
Έντερο: Έξι σημάδια που «φωνάζουν» ότι υπάρχει πρόβλημα – Tι να κάνετε