Ο χρόνος που περνούν τα παιδιά μπροστά στην οθόνη και η χρονική διάρκεια του ύπνου τους αποτελούν μεμονωμένους δείκτες πρόγνωσης υπερβολικού βάρους-παχυσαρκίας και των σχετιζόμενων παθήσεων υγείας, βάσει των ευρημάτων νέας μελέτης του Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών της Ιρλανδίας, τα οποία που εξήχθησαν από την παρακολούθηση 4.000 παιδιών ηλικίας δύο έως 11 ετών σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες.
Η μελέτη παρουσιάστηκε στο Ευρωπαϊκό και Διεθνές Συνέδριο για την Παχυσαρκία (ECOICO 2020) -οι εργασίες του οποίου πραγματοποιήθηκαν φέτος διαδικτυακά εξαιτίας της πανδημίας του κορωνοϊού- με τους υπογράφοντες να στέλνουν προς αρμόδιους φορείς και ιθύνοντες χάραξης πολιτικής το μήνυμα πως ο χρόνος μπροστά στην οθόνη και η διάρκεια του ύπνου πρέπει να βρεθούν στον βασικό άξονα των στρατηγικών πρόληψης της παιδικής παχυσαρκίας.
Η τάση που καταγράφεται παγκοσμίως είναι ότι ο χρόνος του ύπνου των παιδιών μειώνεται, ενώ την ίδια στιγμή ο χρόνος που αναλώνονται μπροστά στις οθόνες και το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία αυξάνονται. Ειδικά για τους εφήβους, έχει καταγραφεί ότι το 90% εξ αυτών δεν κοιμούνται τις συνιστώμενες εννέα έως 11 ώρες τη νύχτα, γεγονός που συμπίπτει με την αύξηση των ωρών μπροστά στις οθόνες. Μόνο στη Βρετανία, εκτιμάται ότι οι ηλικίες από 8 έως 19 ετών περνούν κατά μέσο όρο 44 ώρες την εβδομάδα κατά μέσο όρο κοιτάζοντας οθόνες.
Τα νέα ευρήματα έρχονται να επιβεβαιώσουν προηγούμενες μελέτες που έχουν καταδείξει ότι τόσο η διάρκεια του ύπνου, όσο και ο χρόνος μπροστά στην οθόνη, σχετίζονται χωριστά το καθένα με τον κίνδυνο να καταστεί ένα παιδί υπέρβαρο, ενώ παράλληλα προσθέτουν στοιχεία και για το πώς αυτές οι συμπεριφορές αλληλεπιδρούν μεταξύ τους για να επηρεάσουν τις αλλαγές στο βάρος των παιδιών.
Οι ερευνητές ανέλυσαν στοιχεία για 4.185 παιδιά, ηλικίας 2 έως 11 ετών, τα οποία αντλήθηκαν από δύο μεγάλες μελέτες παρακολούθησης συμπεριφοράς και συνηθειών των παιδιών σε οκτώ ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία, Κύπρο, Εσθονία, Σουηδία και Βέλγιο) από το 2009-2010 έως το 2013-2014. Πρόκειται για τις μελέτες IDEFICS (Προσδιορισμός και πρόληψη των επιδράσεων στην υγεία που προκαλούνται από τη διατροφή και τον τρόπο ζωής στα παιδιά και τα βρέφη) και τη μελέτη I-Family , κατά την έναρξη των οποίων ζητήθηκε από τους γονείς να αναφέρουν πόσο χρόνο αφιερώνουν τα παιδιά κατά μέσο όρο βλέποντας τηλεόραση, παίζοντας κονσόλες παιχνιδιών, χρησιμοποιώντας κινητό, υπολογιστή ή tablet και πόσο χρόνο κοιμούνται.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι κατά την έναρξη της καταγραφής των στοιχείων οι ώρες που περνούσαν τα παιδιά μπροστά στην οθόνη και οι ώρες που κοιμούνταν είχαν αντίστροφη συσχέτιση, γεγονός που σημαίνει ότι όταν το ένα μειωνόταν αυξανόταν το άλλο, και κατ’ επέκταση οι ειδικοί αξιολόγησαν τόσο την ξεχωριστή, όσο και τη συνδυαστική τους επίδραση στο βάρος των παιδιών.
Μέσω της ανάλυσης για 3.734 παιδιά που δεν ήταν υπέρβαρα ή παχύσαρκα στην αρχή της μελέτης, διαπιστώθηκε ότι για κάθε επιπλέον ώρα μπροστά στην οθόνη, τα παιδιά είχαν 16% περισσότερες πιθανότητες να γίνουν υπέρβαρα ή παχύσαρκα κατά το διάστημα που παρακολουθούνταν στη μελέτη, ενώ κάθε ώρα λιγότερου ύπνου συσχετίστηκε με 23% αυξημένο κίνδυνο υπερβολικού βάρους ή παχυσαρκίας.
Ωστόσο, μετά την προσαρμογή των δεδομένων για πιθανούς άλλους παράγοντες, όπως το φύλο, η ηλικία, η κάθε ευρωπαϊκή χώρα και το μορφωτικό επίπεδο των γονέων, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η συσχέτιση μεταξύ του χρόνου ενώπιον της οθόνης και το υπερβολικού βάρους δεν ήταν πλέον στατιστικά σημαντική, αλλά η διάρκεια του ύπνου παρέμεινε σημαντικός ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας κινδύνου παχυσαρκίας.
Σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης Δρ Viveka Guzman από το Royal College of Surgeons της Ιρλανδίας,τα ευρήματα υπογραμμίζουν τη δυναμική που μπορούν να έχουν στρατηγικές πρόληψης του υπερβολικού βάρους και της παχυσαρκίας που ενσωματώνουν την επαρκή χρονική διάρκεια ύπνου και περιορίζουν το χρόνο μπροστά στην οθόνη, δεδομένου ότι και τα δύο χωριστά αποτελούν δείκτες πρόγνωσης.
Η διάρκεια του ύπνου διαδραματίζει ρόλο στη συσχέτιση μεταξύ του χρόνου μπροστά στην οθόνη και υπερβολικού βάρους, αλλά απαιτείται περαιτέρω έρευνα για να γίνει κατανοητός ο ακριβής μηχανισμός αλληλεπίδρασης, επισημαίνει η ίδια με τους υπογράφοντες τη μελέτη να αναγνωρίζουν πως πρόκειται για μελέτη παρατήρησης από την οποία δεν εξάγεται στην παρούσα φάση αιτώδης σχέση.
Και αυτό διότι υπήρξαν αρκετοί περιορισμοί, συμπεριλαμβανομένου ότι στα στοιχεία που αναλύθηκαν δεν περιλαμβάνονταν παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα, το οικογενειακό ιστορικό παχυσαρκίας ή οι διατροφικές συνήθειες, η πιθανότητα εσφαλμένων αναφορών εκ μέρους των γονέων για τη χρονική διάρκεια ύπνου-οθόνης, παράγοντες συνολικά που θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει το αποτέλεσμα. Παράλληλα, στα σχετικά ερωτηματολόγια που είχαν συμπληρωθεί την περίοδο εκείνη δεν περιλαμβάνονταν πληροφορίες για συσκευές που χρησιμοποιούν ευρέως τα παιδιά σήμερα όπως τα smartphones.
Διαβάστε επίσης
Ανήσυχα παιδιά: Γιατί κινδυνεύουν περισσότερο από παχυσαρκία
Παιδική παχυσαρκία: Το χαρακτηριστικό που αυξάνει τον κίνδυνο – Αλλά εσείς καμαρώνετε