Λάρα. Ο σκύλος που… ύψωσε την ουρά και τ’ αφτιά του και ανέτρεψε το κατεστημένο. Αυτό που ήθελε τους σκύλους – οδηγούς τυφλών να μην έχουν θέση στην Ελλάδα. Ο σκύλος που μας άνοιξε τα μάτια για να δούμε τους ανθρώπους που ζουν στο σκοτάδι: τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν καθημερινά κατά τη μετακίνησή τους. Που σφράγισε με την πατούσα του τις έννοιες αλληλεγγύη, εμπιστοσύνη και σεβασμός.
Ήταν η κινητήριος δύναμη για την ιδιοκτήτριά της, Ιωάννα Μαρία Γκέρτσου, για να διεκδικήσει το αυτονόητο: οι σκύλοι – οδηγοί τυφλών να έχουν πρόσβαση σε όλους τους χώρους, κάτι που δεν προβλεπόταν από την ελληνική νομοθεσία.
Μαζί ίδρυσαν την πρώτη Ελληνική Σχολή Σκύλων – Οδηγών «Λάρα», το 2008, ξεπερνώντας τις γραφειοκρατικές δυσκολίες. Στην Ευρώπη, οι σχολές σκύλων – οδηγών τυφλών πρωτοεμφανίστηκαν… το 1929. Στην Ιταλία και την Ελβετία.
Η Λάρα ήρθε στη ζωή της κυρίας Γκέρτσου το 2003, όταν αποφάσισε ότι ήθελε έναν δικό της σκύλο. Αν και είχε μεγαλώσει με σκυλιά, μέχρι τότε δεν είχε έναν αποκλειστικά δικό της. Θεωρούσε ότι, κλασικός σκύλος είναι ο σκύλος Λαμπραντόρ. Μαζί με τη μητέρα της διάβασε στις αγγελίες, στην εφημερίδα, ότι δίδονται Λαμπραντόρ, τριών μηνών, σε ανθρώπους με αναπηρία. «Δεν ρώτησα τον εκτροφέα, γιατί είχε διατυπώσει έτσι την αγγελία, αλλά στην ερώτησή του “τι θα τον κάνεις τον σκύλο;”, του απάντησα αυθόρμητα, “σκύλο – οδηγό τυφλών”», θυμάται η κυρία Γκέρτσου, η οποία έχει ολική απώλεια όρασης.
Η Λάρα ήταν, τότε, μόλις τριών μηνών. Ένα μαυρούλι λαμπραντοράκι. «Νονός» της, ο εκτροφέας, ο οποίος τη διάλεξε και την παρέδωσε στην κυρία Γκέρτσου. Και η επιλογή του ήταν αλάνθαστη: το κουτάβι, όταν ήρθε σε επαφή μαζί της, δεν σταμάτησε να τη γλύφει στο πρόσωπο.
Φεύγοντας από τον εκτροφέα, αγκαλιά με τη Λάρα, η κυρία Γκέρτσου άρχισε έναν αγώνα ζωής. Η Λάρα έπρεπε να εκπαιδευτεί. Στην Ελλάδα δεν υπήρχε σχολή για σκύλους – οδηγούς τυφλών. Με ειδική δωρεά ταξίδευσαν στην Ιταλία. Η μικρή Λάρα, όμως, πριν γίνει «επαγγελματίας», έπρεπε να κοινωνικοποιηθεί.
Επιστρέφουν και αρχίζει η κοινωνικοποίηση της «μικρής». «Πηγαίναμε παντού μαζί. Και τη δέχονταν. Στην Ιταλία, αφού ολοκλήρωσε τον κύκλο μαθημάτων η Λάρα, πήγα κι εγώ για ένα μήνα, έτσι ώστε να εκπαιδευτούμε μαζί», αφηγείται η κυρία Γκέρτσου και συμπληρώνει: «Η Λάρα μού άλλαξε τη ζωή. Μείωσε τον χρόνο μετακίνησής μου στη μισή ώρα, σταμάτησαν οι προσκρούσεις. Ένοιωσα τα πόδια μου σταθερά. Άρχισα να ακολουθώ σωστές διαδρομές. Οι σκύλοι – οδηγοί εντοπίζουν διαβάσεις, πόρτες, σκάλες, ταμεία, την είσοδο στο λεωφορείο. Μαζί διασχίζαμε δρόμους ταχείας κυκλοφορίας και αποφεύγαμε εμπόδια ύψους, όπως ταμπέλες, σκαλωσιές, μπαλκόνια, τέντες, δέντρα, αλλά και χαμηλά (λακκούβες, κακοτεχνίες). Με προστάτευε από τα παράνομα παρκαρισμένα οχήματα και τα κινούμενα εμπόδια, δηλαδή τους άλλους ανθρώπους. Ήμασταν ομάδα. Ήταν το φιλαράκι μου, η κολλητή μου, η παρέα μου. Για μένα υπάρχει η ζωή μου πριν και μετά τη Λάρα».
Η Λάρα ήταν ο λόγος που η κυρία Γκέρτσου έγινε πιο κοινωνική, που την ώθησε για έναν σκοπό στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας -“Ποιος; Εγώ, η αντιστάρ!”-, που την έκανε να βρει την αυτοπεποίθησή της, αλλά και την αυτονομία της.
Μας μιλά για ένα καλοκαίρι στην Ιεράπετρα, όπου μαζί με φίλους κάθονται σε ένα ταβερνάκι. Η κυρία Γκέρτσου προσφέρει στη Λάρα μια ζουμερή μπριζόλα. Εκείνη, όμως, λαχταρούσε το χταποδάκι που είχε απλώσει ο ιδιοκτήτης στο ήλιο. Σε κλάσματα δευτερολέπτων, «ρούφηξε» το χταπόδι και επέστρεψε στο τραπέζι με ένα πλοκάμι να κρέμεται από το στόμα της.
Της άρεσε το κολύμπι, είχε παθολογική αγάπη για το γιαούρτι και απολάμβανε τα μακαρόνια, μόνον όταν της τα έδινες ένα – ένα να κρέμονται από το χέρι σου. Και «χαμογελούσε», όταν της πρόσφερες σουβλάκι.
«Τα πάντα γίνονται όταν υπάρχει θέληση, αρκεί να βρούμε αυτό που επιθυμούμε. Ήταν το κίνητρο για να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου. Ήταν το πλάσμα που μου χάρισε απλόχερα ό,τι είχε. Μου ξανάδωσε μάτια και φως».
Έζησαν μαζί 16 χρόνια. Λάρα, αντίο.