Τα μάτια λένε πολλά. Μπορούν να αποκαλύψουν μυστικά του εσωτερικού μας κόσμου, αλλά και να διαγνώσουν ασθένειες που δεν έχουν σχέση μαζί τους. Από υπέρταση και διαβήτη μέχρι αιματολογικές και μεταβολικές διαταραχές, ο κατάλογος των ασθενειών που καθρεφτίζονται στους οφθαλμούς είναι μεγάλος.
Μολονότι οι περισσότεροι ασθενείς που επισκέπτονται τον οφθαλμίατρο έχουν συνήθως κάποιο αμιγώς οφθαλμολογικό πρόβλημα, οι οφθαλμοί αποτελούν σημαντικότατα όργανα, η μελέτη των οποίων μπορεί να μας οδηγήσει στην πρώιμη διάγνωση σημαντικού αριθμού παθολογικών παθήσεων. Από την άλλη μεριά, δεν είναι λίγες οι φορές που έρχονται ασθενείς σε ελέγχους ρουτίνας στο ιατρείο θεωρώντας ότι έχουν μόνο οφθαλμολογική πάθηση και αποκαλύπτεται κάποια συστηματική ασθένεια σοβαρή ή και κάποιες φορές απειλητική για την υγεία. Αγγειακά νοσήματα, όπως η αρτηριακή υπέρταση ή ο σακχαρώδης διαβήτης, η δυσλιπιδαιμία, η αρτηριοσκλήρυνση, αυτοάνοσες παθήσεις, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος, το σύνδρομο Sjogren, η πολλαπλή σκλήρυνση, είναι ορισμένες από αυτές. Εδώ να σημειώσουμε πως υπάρχει ένας συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης των αυτοάνοσων νοσημάτων μέσα από τους οφθαλμούς, όπως η δυσλειτουργία της δακρυικής στιβάδας με συμπτώματα και σημεία ξηροφθαλμίας. Επίσης, ανώδυνη ή και επώδυνη ερυθρότητα του οφθαλμού (επισκληρίτιδα, σκληρίτιδα) μπορεί να σχετίζεται με ρευματοειδή αρθρίτιδα ή φλεγμονώδεις νόσους του εντέρου (ελκώδης κολίτιδα, νόσος Crohn).
Σε όλες τις παραπάνω παθήσεις, ανάλογα πάντα και με την κάθε περίπτωση, συνίσταται οφθαλμολογική εκτίμηση για να αποκλειστεί οφθαλμική προσβολή ή ακόμα και να καθορισθεί το στάδιο της νόσου. Επιπλέον, φαρμακευτικές ουσίες που χρησιμοποιούνται για την αντιμετώπιση διάφορων συστηματικών νόσων οι οποίες δεν προσβάλλουν ευθέως την όραση, μπορούν να προκαλέσουν βλάβη στους οφθαλμούς σε σημείο που πρέπει πολλές φορές να τροποποιηθεί ή και να σταματήσει η εν λόγω θεραπεία. Αυτοί οι ασθενείς χρειάζονται τακτικό έλεγχο ανάλογα με το φάρμακο που χρησιμοποιούν για να αποφευχθούν τέτοιες συνέπειες. Επίσης, πέρα από τις συστηματικές παθήσεις υπάρχουν και φυσιολογικές καταστάσεις και ομάδες ασθενών οι οποίοι επιβάλλεται να ελέγχονται οφθαλμολογικά για προληπτικούς λόγους. Γυναίκες σε εγκυμοσύνη, νεογέννητα και παιδιά προσχολικής ηλικίας για τον αποκλεισμό παθήσεων όπως η αμβλυωπία, η οποία μάλιστα είναι μη αναστρέψιμη αν αργήσει να διαγνωσθεί.
Το βασικό πλεονέκτημα που παρουσιάζουν οι οφθαλμολογικές εξετάσεις έναντι άλλων είναι η αμεσότητα, ο σχετικά μικρός χρόνος εξέτασης καθώς και, για τις περισσότερες εξ αυτών, ο μη επεμβατικός τους χαρακτήρας. Αυτά είναι πλεονεκτήματα που απολαμβάνει κυρίως ο ασθενής. Από την πλευρά του γιατρού και της ιατρικής επιστήμης γενικότερα, ο οφθαλμίατρος έχει το πλεονέκτημα του να μπορεί να έχει άμεση ορατότητα των αγγείων, αρτηριών και φλεβών, όπως επίσης και άμεση ορατότητα του νευρικού ιστού (αμφιβληστροειδής χιτώνας και οπτικό νεύρο). Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τις αναίμακτες και εύκολες για τον ασθενή διαγνωστικές εξετάσεις, δίνουν στον οφθαλμίατρο άμεσες ενδείξεις για τη συνολική υγεία του ασθενούς.
Κοιτάζοντας κατάματα
Τα μοναδικά ορατά αγγεία του σώματός μας είναι αυτά του οφθαλμού. Με τη βυθοσκόπηση, για παράδειγμα, έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίσουμε την παθολογία του τοιχώματος των αγγείων και τα αποτελέσματα αυτής. Με γνώμονα αυτό μπορούμε να οδηγηθούμε σε πρώιμη διάγνωση αρτηριακής υπέρτασης ή σε ορθότερη ρύθμισή της. Αποφράξεις αγγείων, έμβολα, λεπτύνσεις αγγείων, παράπλευρη κυκλοφορία και ενδοαμφιβληστροειδικές αιμορραγίες είναι μερικά από τα σημεία δυσλειτουργίας των αγγείων και χρήζουν πλήρους και λεπτομερούς καρδιολογικής και αγγειολογικής εκτίμησης προς αποφυγή περισσότερο σοβαρών συστηματικών εκδηλώσεων.
Κάθε ασθενής με σακχαρώδη διαβήτη πρέπει να πραγματοποιεί βυθοσκόπηση τουλάχιστον μία φορά το έτος για τον έλεγχο της κατάστασης των αγγείων του. Τα ευρήματα αυτά στα αρχικά στάδια και στις δύο προαναφερθείσες νόσους δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτά από τον ασθενή. Αποτέλεσμα αυτού είναι να μην αναγνωριστούν έγκαιρα παρά μόνο αν αφορούν στην κεντρική περιοχή του αμφιβληστροειδούς (ωχρά κηλίδα). Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κακή ρύθμιση του σακχαρώδους διαβήτη μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε μη αναστρέψιμη σοβαρή απώλεια όρασης.
Λιγότερο συχνές αλλοιώσεις στον βυθό του ματιού, όπως αιμορραγίες, μπορεί να οδηγήσουν στη διάγνωση διαφόρων αιματολογικών νοσημάτων, όπως λευχαιμίες που συνδυάζονται με θρομβοπενίες. Κατά τον έλεγχο του βυθού μπορεί να διαπιστωθούν διαταραχές του οπτικού νεύρου, όπως αποχρωματισμός και κυρίως οίδημα που χρήζει επείγουσας εκτίμησης από νευρολόγο προς αποκλεισμό αυξημένης ενδοκράνιας πίεσης ή όγκων εγκεφάλου. Σπανιότατα κατά την επισκόπηση του βυθού μπορεί να διαπιστωθούν αλλοιώσεις που σχετίζονται με μεταστατικές βλάβες, κυρίως από καρκίνο του μαστού και του πνεύμονα, που δύναται να προηγούνται της διαγνώσεως της πρωτοπαθούς εστίας.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να επισημάνουμε ότι υπάρχει μια σειρά συστηματικών παθήσεων που τα οφθαλμολογικά συμπτώματα μπορεί να αποτελούν την πρώτη εκδήλωση της νόσου ή των υποτροπών της. Οι πιο συχνές είναι η σκλήρυνση κατά πλάκας, που μπορεί να εκδηλωθεί με διπλωπία ή μειωμένη οπτική οξύτητα λόγω νευρίτιδος ή διαταραχή αντίληψης των χρωμάτων και το ανεύρυσμα εγκεφάλου με πρόκληση επώδυνης οφθαλμοπληγίας.
Οι γκρίζες ζώνες
Δεν είναι εύκολο να μιλήσουμε για ποσοστό λάθους διάγνωσης γιατί κάθε πάθηση έχει τις ιδιαιτερότητές της. Κάποιες από αυτές έχουν συγκεκριμένη κλινική εικόνα στον οφθαλμό, με ειδικά σημεία, οπότε και το ποσοστό λάθους είναι μικρό, ενώ άλλες παθήσεις παρουσιάζουν μη ειδικά σημεία στην οφθαλμολογική εξέταση, συνεπώς η διάγνωση δεν μπορεί να τεθεί με ασφάλεια και απαιτείται περαιτέρω έλεγχος. Τέτοιο ειδικό σημείο-γκρίζα ζώνη είναι, για παράδειγμα, τα λεγόμενα οζίδια του Lisch στην ίριδα τα οποία και αποτελούν διαγνωστικό κριτήριο για τη νευροϊνωμάτωση τύπου 1, μια πολυσυστηματική γονιδιακή νόσο. Ως αντίθετο παράδειγμα μπορεί να αναφερθεί η περίπτωση της φλεγμονής του πρόσθιου τμήματος του οφθαλμού η οποία μπορεί να είναι από ένα τυχαίο γεγονός, χωρίς κάποια αναγνωρίσιμη αιτία (ιδιοπαθής), μέχρι και να συσχετίζεται με κάποιο άλλο σοβαρό συστηματικό νόσημα, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα. Σε αυτή την περίπτωση, τον οφθαλμολογικό έλεγχο πρέπει να διαδεχτούν και άλλες εξετάσεις (εργαστηριακός έλεγχος), οι οποίες γίνονται πολλές φορές σε συνεργασία με ιατρούς άλλων ειδικοτήτων (ρευματολόγος, παθολόγος κ.ά.).
Λόγω των προηγμένων διαγνωστικών μεθόδων που έχει πλέον στη διάθεσή του, αλλά και της εξέλιξης της οφθαλμολογίας εν γένει, το ποσοστό όπου ένας οφθαλμίατρος χρησιμοποιείται για να συμμετέχει στη διάγνωση συστηματικών παθήσεων είναι διαρκώς αυξανόμενο. Εξετάσεις όπως τα οπτικά πεδία, ο ηλεκτροφυσιολογικός έλεγχος ακόμα και η οπτική τομογραφία συνοχής (oct), χρησιμοποιούνται πλέον κατά κόρον στην καθημερινή κλινική πράξη και παρέχουν χρήσιμα και πολλές φορές διαγνωστικά αποτελέσματα για τη διάγνωση συστηματικών παθήσεων. Τα μάτια μας, λοιπόν, έχουν να πουν πολλά όχι μόνο για τον ψυχικό μας κόσμο, αλλά και για τη γενικότερη κατάσταση της υγείας μας.
Με την επιστημονική υποστήριξη του Δημήτρη Βασιλειά, χειρουργού οφθαλμίατρου, επιμελητή Β’ στο Κέντρο Υγείας Αθηνών