Οι άνθρωποι με κοιλιακή παχυσαρκία και υπερβολική συσσώρευση λίπους στα όργανα της κοιλιάς έχουν αυξημένο κίνδυνο καρδιακών παθήσεων ακόμα και αν ο Δείκτης Μάζας Σώματός τους (ΔΜΣ) είναι εντός των πλαισίων του υγιούς βάρους, σύμφωνα με νέα επιστημονική εργασία της Αμερικανικής Καρδιολογικής Ένωσης που δημοσιεύθηκε στο Circulation.
Ο δείκτης VAT (κοιλιακή παχυσαρκία ή αλλιώς σπλαχνικός λιπώδης ιστός) καθορίζεται από την περίμετρο μέσης, την αναλογία της περιμέτρου μέσης με το ύψος ή τους γοφούς και έχει αποδειχθεί ότι προβλέπει τον καρδιαγγειακό θάνατο ανεξαρτήτως ΔΜΣ. Συνδέεται, επίσης, και με τη συσσώρευση λίπους γύρω από το ήπαρ, που συχνά οδηγεί σε μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος και προστίθεται στον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων.
Για την εργασία αυτή, λοιπόν, οι ειδικοί αξιολόγησαν έρευνες σχετικά με τη διαχείριση και τη θεραπεία της παχυσαρκίας και ιδιαίτερα της κοιλιακής. Η συγγραφική ομάδα διαπίστωσε ότι η μείωση των θερμίδων μπορεί να μειώσει το κοιλιακό λίπος, ενώ η πιο επωφελής φυσική δραστηριότητα για τη μείωσή του είναι η αεροβική άσκηση. Η ανάλυση βρήκε ότι η ανταπόκριση στις τρέχουσες συστάσεις για 150 λεπτά/εβδομάδα φυσικής δραστηριότητας μπορεί να είναι επαρκής για τη μείωση του κοιλιακού λίπους, χωρίς να χρειάζονται μεγαλύτερες περίοδοι άσκησης. Η άσκηση ή ένας συνδυασμός διατροφικών αλλαγών και φυσικής δραστηριότητας έχει αποδειχθεί σε αρκετές περιπτώσεις ότι μειώνει την κοιλιακή παχυσαρκία ακόμα και χωρίς απώλεια βάρους.
Αντίστοιχα, οι αλλαγές στον τρόπο ζωής και η επακόλουθη απώλεια βάρους βελτιώνουν το σάκχαρο στο αίμα, την αρτηριακή πίεση, τα τριγλυκερίδια και τα επίπεδα χοληστερόλης -σύνολο παραγόντων γνωστό ως μεταβολικό σύνδρομο – και μειώνουν τη φλεγμονή, βελτιώνουν τη λειτουργία των αιμοφόρων αγγείων και θεραπεύουν τη μη αλκοολική λιπώδη νόσο του ήπατος.
Ωστόσο, οι μελέτες για τα προγράμματα αλλαγής του τρόπου ζωής δεν έχουν υποδείξει μείωση στα περιστατικά στεφανιαίας νόσου. Αντίθετα, η βαριατρική χειρουργική ως θεραπεία απώλειας βάρους σχετίζεται με μείωση στον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου συγκριτικά με τη μη χειρουργική απώλεια βάρους, διαφορά που ενδεχομένως να οφείλεται σε μεγαλύτερη απώλεια βάρους και επακόλουθες αλλαγές στον μεταβολισμό που παρατηρούνται παραδοσιακά μετά από βαριατρική επέμβαση.
Η εργασία εξετάζει, επίσης, το «παράδοξο της παχυσαρκίας», το οποία συχνά παρατηρείται στις έρευνες και ιδιαίτερα σε υπέρβαρους πληθυσμούς ή με παχυσαρκία κατηγορίας Ι (ΔΜΣ = 30 to 34.9 kg/m2). Το παράδοξο υποδεικνύει ότι ακόμα κι αν το υπερβολικό βάρος και η παχυσαρκία αποτελούν ισχυρούς παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων, δεν ισχύει το ίδιο για αρνητικά καρδιαγγειακά αποτελέσματα. Η συγγραφική ομάδα σημειώνει ότι οι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι άνθρωποι συχνά εξετάζονται νωρίτερα για καρδιαγγειακές παθήσεις από εκείνους με υγιές βάρος, με αποτέλεσμα την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία.
«Παρόλα αυτά, τα δεδομένα δείχνουν ότι οι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι ασθενείς βάλλονται από καρδιαγγειακά περιστατικά σε νεότερη ηλικία, ζουν μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους με καρδιαγγειακές παθήσεις και έχουν μικρότερο μέσο προσδόκιμο ζωής», επισημαίνει η Tiffany M. Powell-Wiley, M.D., επικεφαλής της συγγραφικής ομάδας και του τμήματος Παχυσαρκίας και Καρδιαγγειακής Υγείας στο Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας των ΗΠΑ.
Τέλος, επανεξετάζοντας τις επιδράσεις της παχυσαρκίας σε μια κοινή διαταραχή του καρδιακού ρυθμού, βρέθηκαν δεδομένα που δείχνουν ότι η παχυσαρκία μπορεί να προκαλέσει κολπική μαρμαρυγή, με τις εκτιμήσεις να την θέλουν υπεύθυνη για 1 στα 5 περιστατικά κολπικής μαρμαρυγής και για το 60% της πρόσφατα καταγεγραμμένης αύξησης στους πάσχοντες από τη νόσο. Τα ερευνητικά στοιχεία, μάλιστα, δείχνουν ότι η διαχείριση του βάρους πρέπει να περιληφθεί ως σημαντική πτυχή της διαχείρισης της κολπικής μαρμαρυγής, μαζί με τις παραδοσιακές θεραπείες για τον έλεγχο του καρδιακού ρυθμού και του κινδύνου θρόμβωσης.
Διαβάστε επίσης
Έχετε κοιλιά; Δείτε ποιο πρόβλημα σεξουαλικής λειτουργίας σας απειλεί
Τέσσερα κιλά μείον και λιγότερο λίπος στην κοιλιά με αυτό το φρούτο πριν το γεύμα
Καρκίνος Προστάτη: Για ποιους άνδρες ο κίνδυνος θανάτου αυξάνεται κατά 35%