Με όλες τις σύνθετες πληροφορίες που καλείται ο εγκέφαλός μας να επεξεργαστεί κάθε μέρα, ακούγεται απολύτως λογικό να έχει δημιουργήσει κάποιες παρακαμπτήριες οδούς, έτσι ώστε να «κόβει δρόμο» και να παίρνει γρήγορα αποφάσεις. Οι παρακάμψεις αυτές λέγονται «ευρετικές» και παρόλο που αρκετές φορές μας βοηθούν να λάβουμε τη σωστή απόφαση, άλλες φορές οδηγούν ακούσια σε προκαταλήψεις, δεδομένου ότι εξαιτίας τους δίνουμε μεγαλύτερη βαρύτητα σε λανθασμένες γνώσεις.
Με αφορμή τις αμέτρητες πληροφορίες που λαμβάνουμε την περίοδο της πανδημίας, ο Taha Yasseri, Αναπληρωτής Καθηγητής στη Σχολή Κοινωνιολογίας στο University College Dublin με άρθρο του στο The Conversation εξηγεί αυτό το λανθασμένο φιλτράρισμα του μυαλού, ξεκινώντας με μια απλή ερώτηση: θυμόσαστε ποια ευρωπαϊκή χώρα επλήγη περισσότερο από την πανδημία;
Εάν απαντήσατε «η Ιταλία», τότε κάνετε λάθος, όμως δεν είστε και οι μόνοι. Η Ιταλία δεν βρίσκεται καν στην πρώτη δεκάδα των ευρωπαϊκών χωρών με τον μεγαλύτερο αριθμό επιβεβαιωμένων κρουσμάτων ή θανάτων λόγω κορωνοϊού, όμως ήταν η χώρα που σημείωθηκε το πρώτο μεγάλο ξέσπασμα της πανδημίας. Αυτή η πρωτιά όμως ήταν που αγκιστρώθηκε στην αντίληψή μαςκαι πλέον έχουμε μια παγιωμένη, αλλά λανθασμένη, πεποίθηση που έχει αποτυπωθεί ανεξίτηλα στο μυαλό μας.
Οι γνωστικές αυτές προκαταλήψεις είναι οι συντομεύσεις του μυαλού και χρησιμοποιούνται συχνά όταν υπάρχει περιορισμένος χρόνος και απαιτείται μια γρήγορη λήψη απόφασης ή διαμόρφωση γνώμης. Το μυαλό «κλειδώνει» στην πρώτη πληροφορία και δύσκολα επανατοποθεταίται. Η «προκατάληψη της αγκύρωσης» όπως ονομάζεται συμβαίνει όταν ο εγκέφαλος αγκιστρώνεται στην αρχική πληροφορία αποτυγχάνοντας να κάνει reset, να ενημερωθεί δηλαδή με τα αναθεωρημένα δεδομένα.
Ο ίδιος ο καθηγητής σημειώνει ότι πρόσφατα ερευνητικά ευρήματα απέδειξαν ότι η συγκεκριμένη προκατάληψη μπορεί να έχει πολύπλοκους μηχανισμούς, ένα όμως είναι το βασικό χαρακτηριστικό: μας είναι ευκολότερο να βασιστούμε στις πρώτες πληροφορίες που «αποθηκεύσαμε» ως σημείο αναφοράς τις οποίες και ανασύρουμε κάθε φορά για να διαμορφώσουμε μια νέα άποψη και να πάρουμε μια απόφαση.
Πώς συνδέεται η πανδημία
Ο εγκέφαλος μας λαμβάνει ούτως ή άλλως πλήθος πληροφοριών και ερεθισμάτων. Με τον όγκο αυτών των πληροφοριών να πολλαπλασιάζεται την περίοδο της πανδημίας, βομβαρδιζόμαστε με δεδομένα που ο εγκέφαλος αδυνατεί να χειριστεί. Είναι το σημείο εκείνο που ο εγκέφαλος… ρίχνει άγκυρα και εμμένει στις πρώτες πεποιθήσεις.
Στη συνέχεια, όταν τα δεδομένα πρέπει να αναθεωρηθούν, θα γίνει η μετάβαση αλλά με αργό ρυθμό. Αυτό όμως οδηγεί σε πόλωση και σε μια κόπωση λόγω υπερπρόσληψης δεδομένων, οπότε σταδιακά παύουμε να δίνουμε προσοχή σε ό,τι νέο προκύπτει, παράλληλα όμως ξεχνάμε και τις αρχικές πληροφορίες!
Για να κατανοήσουμε περισσότερο αυτή τη λειτουργία, ο συγγραφέας δίνει ως παράδειγμα την ανοσία της αγέλης, η οποία σύμφωνα με τα αρχικά στοιχεία, που δόθηκαν στην δημοσιότητα και στα οποία όλοι δώσαμε τη δέουσα σημασία, μπορούσε να επιτευχθεί, εάν το 60-70% του πληθυσμού αποκτήσει ανοσία είτε μέσω μόλυνσης είτε μέσω εμβολιασμού. Αργότερα, το πλουσιότερο ερευνητικό υλικό προέβλεψε με μεγαλύτερη ακρίβεια ένα υψηλότερο ποσοστό για την επίτευξη της συλλογικής ανοσίας, το 90-95% του πληθυσμού. Ωστόσο, όλοι μας συνεχίσαμε να θεωρούμε ορθή την αρχική πληροφορία και το γεγονός ότι αυτή άλλαξε δεν οδήγησε και σε αλλαγή των αντιλήψεών μας. Με απλά λόγια το μυαλό παρέμεινε αγκιστρωμένο στο αρχικό ποσοστό.
Το γεγονός αυτό ίσως εξηγεί σύμφωνα με τον Δρ Yasseri, το αντιεμβολιαστικό κίνημα σε αρκετές χώρες, υπό το πρίσμα ότι, εφόσον έχουν ήδη εμβολιαστεί αρκετά άτομα (με βάση το λανθασμένο ποσοστό του 70%), γιατί κάποιος να ρισκάρει να εμβολιαστεί (παρόλο που τελικά αυτά τα άτομα δεν είναι αρκετά για την επίτευξη της ανοσίας της αγέλης).
Ο Δρ Taha Yasseri καταλήγει στο γεγονός ότι η λύση δεν είναι να διακόψουμε κάθε πηγή πληροφόρησης, αλλά να γνωρίζουμε ότι το μυαλό μας έχει αυτούς τους γνωστικούς περιορισμούς, όταν μαθαίνουμε νέες πληροφορίες, ούτως ώστε να εξασκηθούμε σε μεγαλύτερη γνωστική ευελεξία που θα οδηγήσει σε διαμόρφωση ορθότερων απόψεων και αντιλήψεων.
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός: Γιατί κινδυνεύουν περισσότερο όσοι πιστεύουν θεωρίες συνωμοσίας
Κορωνοϊός – Fake news: Πόσο (εύκολα) αλλάζουν τη συμπεριφορά μας