Καλύτερη ψυχική υγεία φαίνεται να έχουν οι έφηβοι που ζουν σε γειτονιές με αρκετό πράσινο σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (UCLA) για την Έρευνα Πολιτικής Υγείας που δημοσιεύθηκε στο Health & Place.

Οι ερευνητές αξιολόγησαν δεδομένα από έρευνα που διήρκεσε από το 2011 έως το 2014 και τα συνδύασαν με πληροφορίες που αντλήθηκαν από ένα δορυφορικό χάρτη που απεικονίζει την πυκνότητα βλάστησης και «πρασίνου» στην περιοχή που έμεναν οι συμμετέχοντες.

Οι έφηβοι που κατοικούσαν σε γειτονιά που το επίπεδο «πρασίνου» της, εντός 350 μέτρων – περίπου δύο οικοδομικά τετράγωνα – από την οικία τους, ξεπερνούσε το 25% είχαν κατά 36% λιγότερες πιθανότητες να παρουσιάσουν σοβαρή ψυχική δυσφορία συγκριτικά με τους εφήβους που κατοικούσαν σε μία περιοχή με επίπεδα «πρασίνου» κάτω του 25%.

Στη μελέτη διαπιστώθηκε επίσης ότι άνθρωποι άνω των 65 ετών οι οποίοι ζούσαν σε «πράσινες» γειτονιές παρουσίαζαν χαμηλότερα επίπεδα άγχους.

Τα ευρήματα αυτά είναι πιθανό να οφείλονται στο γεγονός ότι οι έφηβοι και οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι περνούν περισσότερο χρόνο στη γειτονιά τους και έχουν ισχυρότερη αλληλεπίδραση με το περιβάλλον της.

«Η έρευνα δείχνει ότι οι γηραιότεροι ενήλικες και οι έφηβοι δείχνουν να ανταποκρίνονται θετικά όσον αφορά την ψυχική τους υγεία λαμβάνοντας «δόσεις» πρασίνου, δήλωσε η Δρ. Ying-Ying Meng, εκ των συγγραφέων της έρευνας.

Από την πλευρά της, η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, Pan Yang, ανέφερε ότι οι ιθύνοντες των δήμων πρέπει να λάβουν υπόψιν την ανάγκη για αυξημένο αριθμό δέντρων και πάρκων καθώς αυτό μπορεί να υποστηρίξει την ψυχική (αλλά και τη σωματική) υγεία των εφήβων και των ανθρώπων μεγαλύτερης ηλικίας. Επιπλέον πρόσθεσε ότι οι κάτοικοι μπορούν να συμβάλουν φυτεύοντας δέντρα στις δικές τους ιδιοκτησίες.

«Αυξάνοντας τους χώρους πρασίνου σε μία γειτονιά, ωφελείται ο καθένας ξεχωριστά καθώς και όλοι μαζί καθώς επηρεάζεται θετικά η υγεία», κατέληξε η ερευνήτρια.