Tο σύνδροµο ευερέθιστου εντέρου είναι µια οµάδα συµπτωµάτων που περιλαµβάνουν πόνο στην κοιλιά και αλλαγή στις συνήθειες του εντέρου, χωρίς να αναγνωρίζεται κάποια συγκεκριµένη διαταραχή ή ασθένεια.
Πώς εµφανίζεται;
Συνήθως τα συµπτώµατα υπάρχουν µήνες ή και χρόνια και ταλαιπωρούν τους ασθενείς. Ο πόνος µπορεί να συνδυάζεται µε διάρροια, δυσκοιλιότητα, συχνά διάρροιες εναλλασσόµενες µε δυσκοιλιότητα ή κυρίως πόνο χωρίς συνοδές διαταραχές στις κενώσεις.
Συχνά οι ασθενείς µε ευερέθιστο έντερο παρουσιάζουν και άλλα συµπτώµατα, όπως βλέννα στις κενώσεις, µετεωρισµό, φούσκωµα, κεφαλαλγίες κ.λπ. Υπάρχουν βέβαια πολλές ασθένειες µε συµπτώµατα που µοιάζουν µε το ευερέθιστο έντερο, αλλά εγκυµονούν πολλούς και µεγάλους κινδύνους για την υγεία µας και κατ’ επέκταση για την ίδια µας τη ζωή. Για τον λόγο αυτόν είναι ιδιαίτερα σηµαντική η λήψη σωστού ιστορικού από τους ασθενείς µε πιθανό σύνδροµο ευερέθιστου εντέρου, ώστε να µη γίνει λάθος διάγνωση. Υπάρχουν κάποια συµπτώµατα που λέγονται συµπτώµατα συναγερµού και τα οποία πρέπει να µας ανησυχήσουν και να µας οδηγήσουν σε περαιτέρω εξετάσεις πριν µπει η διάγνωση του ΕΕ. Τα συµπτώµατα αυτά είναι:
- Αναιµία
- Απώλεια βάρους
- Αίµα στις κενώσεις
- Ηλικία µεγαλύτερη από τα 45 έτη
- Πυρετός
- Νυκτερινά συµπτώµατα (αφύπνιση)
- Οικογενειακό ιστορικό καρκίνου παχέος εντέρου
Σε όλους, όµως, τους ασθενείς µε πιθανό ΣΕΕ πρέπει να γίνονται βασικές αιµατολογικές εξετάσεις και πιθανόν καλλιέργειες κοπράνων, καλπροτεκτίνη κοπράνων, κολονοσκόπηση και έλεγχος λειτουργίας θυρεοειδούς, καθώς πολλές σοβαρές ασθένειες (όπως καρκίνος παχέος εντέρου, νόσος του Crohn κ.ά.) µπορεί να έχουν συµπτώµατα που µοιάζουν µε ευερέθιστο έντερο.
Είναι λοιπόν πολύ σηµαντικό να αποκλείσουµε πολλά νοσήµατα µε τη λήψη σωστού ιστορικού και τη διενέργεια κατάλληλων εξετάσεων, πριν θέσουµε µε ασφάλεια τη διάγνωση του ευερέθιστου εντέρου.
Στο σύνδροµο ευερέθιστου εντέρου το βασικό πρόβληµα βρίσκεται στην επικοινωνία του εντέρου µε τον εγκέφαλο και αντίστροφα. Tα τελευταία χρόνια, µελέτες έχουν δείξει πως το ανθρώπινο έντερο διαθέτει ένα εξαιρετικά πολύπλοκο νευρικό σύστηµα το οποίο στέλνει και δέχεται µηνύµατα από τον εγκέφαλο. Είναι ουσιαστικά το έντερό µας ένας δεύτερος εγκέφαλος µε τεράστια σηµασία για την άµυνα του οργανισµού µας.
Στους ασθενείς µε ευερέθιστο έντερο φαίνεται πως υπάρχουν πολλές διαταραχές που µπορούν να ερµηνεύσουν την ποικιλία των συµπτωµάτων των ασθενών και στις οποίες στοχεύουν οι διάφορες θεραπείες:
- ∆ιαταραχή στην επικοινωνία εντέρου – εγκεφάλου
- ∆ιαταραχή στην κινητικότητα, µε τη µορφή είτε αυξηµένης (διάρροιες) είτε ελαττωµένης κινητικότητας (δυσκοιλιότητα)
- Αυξηµένη σπλαγχνική υπερευαισθησία (δηλαδή το ίδιο ερέθισµα που σε έναν φυσιολογικό άνθρωπο δεν προκαλεί κανένα σύµπτωµα, στον ασθενή µε ΕΕ προκαλεί πόνο)
- ∆ιαταραχή στο εντερικό µικροβίωµα, δηλαδή στα µικρόβια που υπάρχουν φυσιολογικά στο παχύ έντερο (εντερική χλωρίδα)
- ∆ιαταραχή στη συνεκτικότητα του εντερικού τοιχώµατος (leaky gut ή διαρρέον έντερο), µε αποτέλεσµα την είσοδο στην κυκλοφορία τοξινών
- ∆ιαταραχή στο τοπικό ανοσολογικό εντερικό σύστηµα.
Πολύ συχνά τα συµπτώµατα εµφανίζονται ή επιδεινώνονται:
- Mετά από κάποια γαστρεντερίτιδα (το 10% των περιπτώσεων ξεκινούν µετά από επεισόδιο οξείας γαστρεντερίτιδας)
- Mετά από επεισόδια οξείας εκκολπωµατίτιδας
- Σε περιόδους άγχους ή µετά από στρεσογόνο ερέθισµα
- Κατά τη λήψη συγκεκριµένων τροφών ή συνδυασµών τροφών.
Θεραπεία
Η θεραπεία του ΣΕΕ κατευθύνεται συχνά στα συµπτώµατα του ασθενούς, αλλά και στους µηχανισµούς δηµιουργίας του συνδρόµου [προβιοτικά φάρµακα για τη βελτιστοποίηση του εντερικού µικροβιώµατος, αντικαταθλιπτικά φάρµακα (SSRI’s) για την αύξηση των επιπέδων της σεροτονίνης, γλουταµίνη για τη βελτίωση της συνεκτικότητας του εντερικού τοιχώµατος κ.λπ.].
Κατάλληλη διατροφή
Φαίνεται πως στους ασθενείς µε ΣΕΕ τα καλύτερα αποτελέσµατα έχει µια συγκεκριµένη διατροφή που αναπτύχθηκε από το Πανεπιστήµιο Monash στη Μελβούρνη, η FODMAP diet. Η δίαιτα FODMAP αποτελεί την πιο επιτυχηµένη θεραπευτική προσέγγιση σε ασθενείς µε σύνδροµο ευερέθιστου εντέρου, µε ποσοστά επιτυχίας που ξεπερνούν το 70% ακόµη και σε βαριές περιπτώσεις. Βασίζεται στην αποµάκρυνση από το διαιτολόγιο για 4-6 εβδοµάδες συγκεκριµένων τροφών και στη σταδιακή επανεισαγωγή τους µε διαδοχικά αυξανόµενες ποσότητες, έτσι ώστε να εξατοµικευθεί σε κάθε ασθενή το διαιτολόγιό του χωρίς να δηµιουργούνται θρεπτικά ελλείµµατα και φυσικά χωρίς ή µε ελάχιστα συµπτώµατα.