Το αλάτι είχε και εξακολουθεί να έχει σημαντική θέση στη διατροφή μας, καθώς εκτός από μέσο συντήρησης των τροφίμων, χρησιμοποιείται ευρέως για να ενισχύσει τη γεύση και τη νοστιμιά στο φαγητό μας. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να διανοηθούν την κατανάλωση κάποιου εντελώς ανάλατου φαγητού ακόμα κι αν διάφορες καταστάσεις υγείας το επιβάλουν!
Κάποιοι το χρησιμοποιούν με μέτρο, τονώνοντας απλά την ήδη υπάρχουσα γεύση του φαγητού. Άλλοι το υπερκαταναλώνουν, ερεθίζοντας στο έπακρο τους γευστικούς κάλυκες που αναγνωρίζουν το αλμυρό. Είναι πάντως διαπιστωμένο ότι η κατανάλωση αλατιού σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είναι υψηλή και αποτελεί σηµαντικό παράγοντα κινδύνου αύξησης της αρτηριακής πίεσης, τόσο σε άτοµα µε υπέρταση όσο και σε εκείνα µε φυσιολογική αρτηριακή πίεση. Επίσης, σχετίζεται µε αυξηµένο κίνδυνο εµφάνισης στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου.
Σε μια νέα έκθεση, λοιπόν, αναφέρεται ότι στους υγιείς ενήλικες η μείωση της ημερήσιας κατανάλωσης νατρίου στα 2300 mg (δηλαδή 5 γραμμάρια ή αλλιώς 1 κουταλάκι του γλυκού αλάτι), μπορεί να οδηγήσει σε μείωση του κινδύνου εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων, ενώ περαιτέρω μείωση στα 1500 mg (περίπου 3 γραμμάρια αλατιού) θα μπορούσε να οδηγήσει σε ακόμα μεγαλύτερη μείωση αυτού του κινδύνου.
Επίσης, στην έκθεση αυτή ορίζονται ως επαρκή επίπεδα πρόσληψης νατρίου για διάφορες ηλικιακές ομάδες τα:
- 1.500 mg ημερησίως για άτομα ηλικίας 14 ετών και άνω
- 110 mg ημερησίως για βρέφη 6 μηνών και κάτω
Εξαιτίας λοιπόν της συσχέτισης καρδιαγγειακού κινδύνου και αυξημένης πρόσληψης αλατιού, πολλές καρδιολογικές εταιρίες αλλά και φορείς δημόσιας υγείας τονίζουν το εξής: Είναι σημαντικό να τρώμε λιγότερο αλάτι.
Ξέρατε, όμως, ότι το μεγαλύτερο μέρος του αλατιού στη διατροφή μας δεν προστίθεται στο σπίτι, αλλά το προσλαμβάνουμε από τα συσκευασμένα τρόφιμα; Αυτό σημαίνει ότι στην προσπάθεια για μείωση του αλατιού πρέπει να δοθεί μεγάλη προσοχή στο ρόλο της βιομηχανίας τροφίμων, η οποία θα πρέπει να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση και να περιορίσει την προσθήκη νατρίου στα προϊόντα. Ευτυχώς στις μέρες μας υπάρχουν αρκετές επιλογές στο εμπόριο με τρόφιμα χαμηλότερα σε αλάτι, αρκεί να μπορούμε να τα αναγνωρίσουμε. Πώς;
Μεγάλο κλειδί αποτελούν οι ετικέτες τροφίμων που αναφέρουν την περιεκτικότητα σε νάτριο ή αλάτι. Ας δούμε όμως στην πράξη πώς μπορούμε να ελέγξουμε το αλάτι στη διατροφή μας συνολικά….
- Χρησιμοποιήστε πιο πολλά αρωματικά βότανα και μπαχαρικά, για να ενισχύσετε τη γεύση των τροφίμων.
- Προσθέστε αλάτι στα φαγητά αφού πρώτα δοκιμάσετε, και όχι «από συνήθεια».
- Καταναλώστε στο βαθμό που είναι εφικτό, λιγότερα επεξεργασμένα και περισσότερα φρέσκα ακατέργαστα τρόφιμα.
- Διαβάστε προσεκτικά τις ετικέτες των τροφίμων όταν κάνετε τα ψώνια σας και προτιμήστε τρόφιμα χαμηλά σε νάτριο (δηλαδή στα 100g τροφίμου να περιέχονται 0,1g νατρίου ή 0,3g αλατιού ή λιγότερο).
- Ξαρμυρίστε τα προϊόντα που διατηρούνται σε άλμη πριν τα καταναλώσετε, όπως το τουρσί, οι ελιές ή η φέτα.
Θυμηθείτε… Έρευνες σε ευρωπαϊκά κράτη έχουν δείξει ότι το 70-75% του προσλαμβανόμενου νατρίου προέρχεται από επεξεργασμένες τροφές και από γεύματα εκτός σπιτιού, ενώ μόνο ένα 10-15% από φυσικές μη επεξεργασμένες τροφές και ένα 10-15% από την προσθήκη αλατιού κατά τη διάρκεια του μαγειρέματος και στο τραπέζι.
Ξεκινήστε κάνοντας πράξη μία μία αυτές τις πρακτικές συμβουλές για τη μείωση του αλατιού που καταναλώνετε προκειμένου να προφυλάξετε το καρδιαγγειακό σας σύστημα από διάφορες αλλοιώσεις. Ακόμα και μια μικρή αλλαγή στη διατροφή μας μπορεί να κάνει ακόμα πιο γερή την ασπίδα μας στη μάχη ενάντια στις καρδιαγγειακές παθήσεις, οι οποίες στις μέρες μας έχουν μετατραπεί σε μάστιγα.
*Η Χρυσούλα Τσικνή είναι Διαιτολόγος-Διατροφολόγος, Msc. Στη συγγραφή του άρθρου συνέβαλε η Φωτεινή Παλυβού, φοιτήτρια πρακτικής άσκησης