Όταν λέμε ότι επιθυμούμε την ευτυχία του παιδιού μας, σίγουρα δεν αναφερόμαστε στα υλικά αγαθά που θα αποκτήσει, μολονότι οι γκουρού του καταναλωτισμού μάς έχουν σχεδόν πείσει πως αυτό είναι η ευτυχία…
Ο ψυχαναλυτής Άνταμ Φίλιπς είπε ότι η απαίτηση να είμαστε ευτυχισμένοι υπονομεύει τη ζωή μας. Κάθε ζωή περιλαμβάνει πόνο και ευχαρίστηση, και αν προσπαθήσουμε να αποβάλουμε τον πόνο και να τον πνίξουμε με ευχαρίστηση, ή να τον μπερδέψουμε ή να αποσπάσουμε τον εαυτό μας ή κάποιον άλλο από αυτόν, τότε δεν μαθαίνουμε να τον αποδεχόμαστε και να τον τροποποιούμε.
Οι άνθρωποι έχουν συχνά στόχους στη ζωή και υποθέτουν ότι η επίτευξη αυτών των στόχων θα τους κάνει «ευτυχισμένους». Μερικές φορές μπορεί και να ισχύει, αλλά συχνά οι υποθέσεις μας για το τι θα κάνει τη ζωή μας ικανοποιητική είναι λανθασμένες. Μπορούμε εύκολα να παραπλανηθούμε από εικόνες χαμογελαστών, πανέμορφων ανθρώπων, περιτριγυρισμένων από θαυμάσια αρχιτεκτονική, με λαμπερά αυτοκίνητα και ακριβά πράγματα, και να υποθέσουμε, χωρίς να εκφράσουμε τίποτα με λέξεις, ότι αυτό θέλουμε.
Δεν υπάρχουν διαφημίσεις που να δείχνουν απλούς, καθημερινούς ανθρώπους να αντιμετωπίζουν με θάρρος τους δαίμονές τους, να δέχονται τον αναπόφευκτο πόνο και να βρίσκουν τον αυθορμητισμό και τη χαρά τους με αυτόν τον τρόπο.
Αυτή είναι μια αλήθεια που πρέπει να αναγνωριστεί παγκοσμίως: Όταν προσπαθούμε να μπλοκάρουμε ένα «αρνητικό» συναίσθημα, μπλοκάρουμε και τα θετικά συναισθήματα. Σύμφωνα με τον ψυχοθεραπευτή Τζέρι Χάιντ: «Τα συναισθήματα δεν έχουν μια κονσόλα για μιξάζ – έχουν μόνο έναν διακόπτη, αυτόν της έντασης. Δεν μπορείτε να κάνετε fade out στη θλίψη και τον πόνο και fade in στην ευτυχία και τη χαρά. Όταν χαμηλώνετε το ένα, χαμηλώνουν όλα».
Πριν τα μωρά και τα παιδιά μας εκτεθούν στην κουλτούρα της απόλαυσης μέσω της απόκτησης υλικών αγαθών, ξέρουν καλά τι τα ικανοποιεί και τα ανακουφίζει: η σύνδεση, η επαφή με τους ανθρώπους. Αυτή η αίσθηση ότι οι γονείς, ή οι άνθρωποι που τα μεγαλώνουν, τα καταλαβαίνουν, ότι τα «πιάνουν» αν θέλετε, τα βοηθά να βρίσκουν νόημα και λογική στο περιβάλλον τους, να νιώθουν ότι ανήκουν σ’ αυτό. Για να «πιάσουμε» ένα παιδί, θα πρέπει να δεχτούμε όλα τα συναισθήματά του, τον θυμό, τον φόβο, τη θλίψη και τις χαρές του. Αυτό δεν θα είμαστε σε θέση να το καταφέρουμε, αν δεν βρισκόμαστε σε επαφή με τα δικά μας συναισθήματα.
Όταν λέτε ότι επιθυμείτε την ευτυχία του παιδιού σας, σίγουρα δεν αναφέρεστε στα υλικά αγαθά που θα αποκτήσει, μολονότι οι γκουρού του καταναλωτισμού μάς έχουν σχεδόν πείσει πως αυτό είναι η ευτυχία.
Ούτε θέλετε να γίνει το παιδί σας το πιο έξυπνο, το πλουσιότερο, το ψηλότερο ή το πιο διάσημο παιδί, ή οτιδήποτε άλλο. Το βασικό ζητούμενο είναι η ποιότητα των σχέσεων.
Ο τρόπος με τον οποίο μαθαίνουμε να δημιουργούμε σχέσεις με τους γονείς και τα αδέλφια μας διαμορφώνει μια ισχυρή συνήθεια και αποτελεί τον χάρτη με τον οποίο θα πορευτούμε σε όλες τις μεταγενέστερες σχέσεις μας. Αν διαμορφώσουμε τη συνήθεια να έχουμε πάντα δίκιο, να είμαστε οι καλύτεροι, να έχουμε πολλά υλικά αγαθά, να κρύβουμε πώς αισθανόμαστε πραγματικά, να μη γίνονται οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας αποδεκτά όταν τα νιώθουμε, τότε αυτοί οι τύποι σχέσεων θα φρενάρουν την ανάπτυξη της ικανότητάς μας για οικειότητα και ευτυχία. Αντίθετα, η επικύρωση των συναισθημάτων των παιδιών μας ενισχύει τον δεσμό μεταξύ μας.
Πηγή: «Το βιβλίο που θα ήθελες να είχαν διαβάσει οι γονείς σου», Philippa Perry, εκδόσεις Διόπτρα