Μια νέα έρευνα διδύμων εξέτασε τις επιδράσεις του βάρους γέννησης στα γνωστικά και κοινωνικο-οικονομικά αποτελέσματα παιδιών προσχολικής ηλικίας, λαμβάνοντας υπόψιν την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των οικογενειών τους και έδειξε ότι το παιδί που ζυγίζει περισσότερο από το δίδυμό του πριν την έναρξη του σχολείου μπορεί να έχει καλύτερες σχολικές επιδόσεις και ότι η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση εντείνει τις επιδράσεις του βάρους γέννησης στην πρώιμη ανάπτυξη. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο Child Development.

«Η μελέτη μας υποδεικνύει ότι το μεγαλύτερο βάρος γέννησης είναι παράγοντας πρόβλεψης καλύτερης απόδοσης στο σχολείο, ειδικότερα στην περίπτωση παιδιών χαμηλότερης κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης. Ως εκ τούτου, οι πρώιμες παρεμβάσεις στα παιδιά χαμηλού βάρους γέννησης μπορούν να μειώσουν τις μακροπρόθεσμες συνέπειες του βάρους γέννησης. Τέτοιες παρεμβάσεις θα πρέπει να στοχεύουν τις γνωστικές ή κοινωνικο-συναισθηματικές ελλείψεις ακόμα και πριν το νηπιαγωγείο», αναφέρει η Caitlin Hines, διδακτορική φοιτήτρια του Πανεπιστημίου Georgetown που ηγήθηκε της μελέτης.

Οι ερευνητές συνέκριναν αποτελέσματα από 1.400 δίδυμα με διαφορετικό βάρος γέννησης, αξιολογώντας τα δεδομένα στην ηλικία των εννέα μηνών και των τεσσάρων ετών. Επίσης, μίλησαν με τις μητέρες των παιδιών και στη συνέχεια με τους δασκάλους τους, αξιολόγησαν τη βαθμολογία των παιδιών στα μαθηματικά και την ανάγνωση σε ηλικία τεσσάρων ετών και ρώτησαν τους δασκάλους τους σχετικά με την εξωτερική (π.χ. επιθετικότητα) και την προ-κοινωνική συμπεριφορά (π.χ. παροχή βοήθειας) των παιδιών. Η κοινωνικο-οικονομική κατάσταση των παιδιών μετρήθηκε μέσω του επιπέδου εκπαίδευσης της μητέρας και του οικογενειακού εισοδήματος.

Διαπιστώθηκε, λοιπόν, ότι το μεγαλύτερο βάρος γέννησης προέβλεπε σε μεγάλο βαθμό την υψηλότερη βαθμολογία σε μαθηματικά και ανάγνωση στα τετράχρονα, πράγμα που υποδεικνύει ότι όταν το ένα από τα δίδυμα ζυγίζει περισσότερο από το άλλο, θα υπάρχουν μικρές αλλά σημαντικές αυξήσεις στις βαθμολογίες πριν την είσοδο στη σχολική εποχή.

Επιπλέον, το μεγαλύτερο βάρος γέννησης προέβλεπε σε μεγάλο βαθμό μειώσεις στην εξωτερική συμπεριφορά (επιθετική, παρορμητική ή ή με διάσπαση προσοχής) και αυξήσεις στην προ-κοινωνική συμπεριφορά (φιλική, συμπονετική ή με επίδειξη ενδιαφέροντος). Τα αποτελέσματα σχετικά με τη συμπεριφορά που ανέφεραν οι γονείς ήταν παρόμοια, αν και μικρότερου βεληνεκούς.

Τέλος, η μελέτη βρήκε ότι το βάρος γέννησης επηρεάζει διαφορετικά τα παιδιά στην ανάγνωση και την προ-κοινωνική συμπεριφορά, ανάλογα με την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση και ότι οι διαφορές που βασίζονται σε αυτή είναι παρούσες ακόμα και πριν την έναρξη της σχολικής εποχής. Αυτό, λοιπόν, δείχνει ότι οι διαφορές στις επιδράσεις ανάλογα με την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση μπορεί να εξαρτώνται από πρώιμους περιβαλλοντικούς παράγοντες και ότι τα παιδιά με χαμηλότερο βάρος γέννησης που γεννιούνται σε οικογένειες χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης μπορεί να αντιμετωπίζουν διπλό, βιολογικό και περιβαλλοντικό κίνδυνο που επηρεάζει την ετοιμότητά τους για το σχολείο.

«Το βάρος γέννησης επηρεάζει την εκπαιδευτική απόδοση εν μέρει επειδή η κακή κατάσταση της υγείας του νεογέννητου που οδηγεί στο χαμηλό βάρος γέννησης υποδεικνύει τη νευρολογική ανάπτυξη και κατ’επέκταση και τη γνωστική ανάπτυξη. Οι ίδιες καταστάσεις υγείας του νεογέννητου μπορεί, ακόμη, να επηρεάζουν την ανάπτυξη κοινωνικο-συναισθηματικών ικανοτήτων, που αποτελούν σημαντική πτυχή της σχολικής ετοιμότητας και της ακαδημαϊκής επιτυχίας. Τα αποτελέσματά μας δείχνουν ότι αυτές οι επιδράσεις είναι ισχυρότερες στα παιδιά που γεννιούνται σε οικογένειες χαμηλής κοινωνικο-οικονομικής κατάστασης», καταλήγει η Rebecca Ryan, αναπληρώτρια καθηγήτρια ψυχολογίας και μία εκ των συγγραφέων της μελέτης.