Οι γυναίκες που γεννούν δια καισαρικής τομής δεν κινδυνεύουν περισσότερο από εκείνες που γεννούν φυσιολογικά να αποκτήσουν παιδιά που θα εξελιχθούν σε παχύσαρκα, σύμφωνα με νέα σουηδική μελέτη που δημοσιεύεται στο PLOS Medicine.

Ομάδα ειδικών του Ινστιτούτου Καρολίνσκα στην Στοκχόλμη καταρρίπτει προηγούμενες μελέτες που ήθελαν την καισαρική τομή να συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο απόκτησης παιδιού με πλεονάζον βάρος μετέπειτα στη ζωή του.

Η καισαρική τομή έχει τα τελευταία χρόνια κυριαρχήσει ως γεννητική πρακτική, καθώς από 6,7% το 1990, αφορούσε πλέον στο 19,1% των γεννήσεων το 2014, παγκοσμίως. Αυτή η αλματώδης αύξηση τράβηξε το ενδιαφέρον των επιστημόνων αναφορικά με τις μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της στην υγεία των παιδιών και αρκετές μελέτες την έχουν ήδη συσχετίσει με αυξημένο κίνδυνο άσθματος, διαφόρων αλλεργιών και παχυσαρκίας.

Ωστόσο, η σχέση παχυσαρκίας και καισαρικής τομής έχει τεκμηριωθεί σε μικρού εύρους μελέτες που δεν έχουν συνεκτιμήσει ποικιλία πιθανών συνεισφερόντων παραγόντων.

Στην σουηδική μελέτη στόχος ήταν να διερευνηθεί κατά πόσο η καισαρική τομή μπορεί να αιτιολογήσει εν μέρει την αύξηση της παχυσαρκίας που έχει καταγραφεί τις τελευταίες δεκαετίες και κατά πόσο αυτή η σχέση ισχύει όταν συνεκτιμώνται μητρικοί και προγεννητικοί παράγοντες, που είναι ήδη τεκμηριωμένο ότι επηρεάζουν το βάρος των απογόνων. Οι ειδικοί συνέκριναν λοιπόν τον Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ) σχεδόν 100.000 18χρονων ανδρών και τους χώρισαν σε ομάδες ανάλογα με το αν είχαν γεννηθεί φυσιολογικά, επιλεκτική καισαρική τομή ή μη επιλεκτική καισαρική τομή.

Από την ανάλυση των δεδομένων προέκυψε ότι, το 5,5% και το 5,6% των ανδρών που είχαν γεννηθεί με επιλεκτική και μη επιλεκτική καισαρική τομή, αντίστοιχα, ήταν παχύσαρκοι, συγκριτικά με το 4,9% αυτών που είχαν γεννηθεί φυσιολογικά.

Όταν όμως συνεκτιμήθηκαν και άλλοι παράγοντες που επηρεάζουν το βάρος των απογόνων, περιλαμβανομένου του μητρικού ΔΜΣ κατά την κύηση, ηλικίας της μητέρας, της ηλικίας κυοφορίας και της ύπαρξης διαβήτη, υπέρτασης, καπνίσματος και προεκλαμψίας, οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η μέθοδος δια της οποία είχε γεννηθεί κάθε συμμετέχων δεν έπαιζε σημαντικό ρόλο στον καθορισμό του κινδύνου εκδήλωσης παχυσαρκίας.

Αξίζει δε να σημειωθεί ότι από την ανάλυση δεδομένων που αφορούσαν και 10.000 ζεύγη αδερφών, όπου συνεκτιμήθηκαν γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες, δεν αλλοιώθηκε το τελικό αποτέλεσμα της μελέτης.

«Δεν προέκυψαν στοιχεία που να δείχνουν ότι υπάρχει σχέση μεταξύ καισαρικής τομής και μετέπειτα εκδήλωσης παχυσαρκίας. Αυτό σημαίνει ότι το πως γεννιέται κάποιος δεν είναι σημαντικός παράγοντας αναφορικά με τα αίτια της παγκόσμιας επιδημίας παχυσαρκίας», εξηγεί ο Δρ. Daniel Berglind, ερευνητής στο Τμήμα Παγκόσμιας Δημόσιας Υγείας του Ινστιτούτου Καρολίνσκα.

Ωστόσο, ο ισχυρότερος παράγοντας για τη σχέση μεθόδου τοκετού και παχυσαρκίας ήταν το μητρικό βάρος προ κύησης. Και αυτό έχει διαπιστωθεί και από άλλες μελέτες αναφορικά με την κληρονομικότητα της παχυσαρκίας και την επιρροή της μητρικής παχυσαρκίας στην υγεία του κυοφορούμενου εμβρύου.