Τα παιδιά που έχουν εκτεθεί σε υψηλά επίπεδα στρες στο σπίτι από μικρή ηλικία και σε αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση προγεννητικά παρουσιάζουν έντονα συμπτώματα προβλημάτων σκέψης και προσοχής, σύμφωνα με τους ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας και Ψυχιατρικής Mailman του Πανεπιστημίου Columbia. Το στρες σε μικρή ηλικία είναι φαινόμενο που παρατηρείται συχνά σε νέους από διαταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, οι οποίοι πολλές φορές ζουν σε περιοχές με μεγαλύτερη έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση.
Είναι δεδομένο πως η ατμοσφαιρική ρύπανση έχει αρνητικές επιπτώσεις στη σωματική υγεία, ενώ τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να εξετάζονται αυτές στην ψυχική υγεία. Από την άλλη το στρες, και ειδικά όταν έρχεται πολύ νωρίς στη ζωή ενός ατόμου, είναι ένας από τους γνωστότερους παράγοντες που συμβάλλουν στα προβλήματα ψυχικής υγείας. Η νέα μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Child Psychology and Psychiatry, λοιπόν, εξετάζει τις συνδυαστικές επιπτώσεις ατμοσφαιρικής ρύπανσης και πρώιμου στρες στα παιδιά σχολικής ηλικίας.
«Η προγεννητική έκθεση σε πολυκυκλικούς αρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAH), ένα νευροτοξικό στοιχείο που βρίσκεται συχνά στους ατμοσφαιρικούς ρύπους, φαίνεται πως μεγιστοποιεί ή τουλάχιστον διατηρεί τις επιδράσεις του πρώιμου κοινωνικού και οικονομικού στρες στην ψυχική υγεία των παιδιών», αναφέρει ο πρώτος συγγραφέας της μελέτης και επίκουρος καθηγητής Κλινικής Νευροβιολογίας, Δρ. David Pagliaccio.
Με τη σειρά της η επικεφαλής συγγραφέας και επίκουρη καθηγήτρια Ψυχολογίας, Δρ. Amy Margolis, αναφέρει πως τα παιδιά που μεγαλώνουν σε μη προνομιούχο περιβάλλον έχουν περισσότερες πιθανότητες να βιώσουν στρες και έκθεση σε νευροτοξικά χημικά ταυτόχρονα.
«Οι εκθέσεις αυτές έχουν μια συνδυαστική επίδραση στην κακή ψυχική υγεία και αναδεικνύουν τη σημασία των προγραμμάτων δημόσιας υγείας που επιχειρούν να μειώσουν την έκθεση σε αυτούς τους σοβαρούς παράγοντες κινδύνου, με στόχο τη βελτίωση όχι μόνο της σωματικής αλλά και της ψυχολογικής υγείας», επισημαίνουν οι ειδικοί.
Τα δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη προέκυψαν από μητέρες, οι οποίες έφεραν μια συσκευή ελέγχου του αέρα κατά τη διάρκεια του τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης τους, προκειμένου να μετρηθεί η έκθεση σε ατμοσφαιρικούς ρύπους στην καθημερινή τους ζωή. Όταν τα παιδιά τους έφτασαν στην ηλικία των πέντε ετών, οι μητέρες κλήθηκαν να αναφέρουν το στρες που βίωναν, ανάλογα με παράγοντες όπως οι γείτονες, η έλλειψη υλικών αγαθών, η οικογενειακή βία, το αντιλαμβανόμενο στρες, η έλλειψη κοινωνικής στήριξης και τα γενικότερα επίπεδα δυσφορίας. Οι μητέρες ανέφεραν, επίσης, τα ψυχιατρικά συμπτώματα των παιδιών τους σε ηλικίες πέντε, επτά, εννέα και έντεκα ετών.
Η συνδυαστική επίδραση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης και το πρώιμου στρες παρατηρήθηκε σε διάφορες μετρήσεις προβλημάτων σκέψης και προσοχής/ΔΕΠΥ στην ηλικία των 11 ετών. (Τα προβλήματα σκέψης αποτελούνταν από εμμονικές σκέψεις και συμπεριφορές ή σκέψεις που οι άλλοι βρίσκουν παράξενες). Οι επιπτώσεις συνδέθηκαν, επίσης, με τον δείκτη έκθεσης στην ατμοσφαιρική ρύπανση PAH-DNA ενός δοσοεξαρτώμενου δείκτη της έκθεσης σε ρύπους.
Οι ερευνητές αναφέρουν ότι το PAH και το πρώιμο στρες μπορεί να λειτουργούν ως «διπλό χτύπημα» στα κοινά βιολογικά μονοπάτια που συνδέονται με τα προβλήματα σκέψης και προσοχής, με το στρες πιθανότατα να οδηγεί σε ευρείας γκάμας αλλαγές, όπως στην επιγενετική έκφραση, την κορτιζόλη, τη φλεγμονή και την εγκεφαλική δομή και λειτουργία. Ο μηχανισμός πίσω από τις επιπτώσεις του PAH τελεί υπό διερεύνηση, ωστόσο οι αλλαγές στην εγκεφαλική δομή και λειτουργία αντιπροσωπεύουν πιθανώς κοινά μηχανιστικά μονοπάτια.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι προηγούμενες μελέτες που έκαναν χρήση των ίδιων μακροχρόνιων δεδομένων κοόρτης βρήκαν ότι η προγεννητική έκθεση στην ατμοσφαιρική ρύπανση σε συνδυασμό με την έλλειψη υλικών αγαθών αυξάνει τα συμπτώματα ΔΕΠΥ στα παιδιά.