Μια νέα πλατφόρμα μηχανικής μάθησης μπορεί να αναγνωρίσει τους ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου και να βοηθήσει στην πρόγνωση της βαρύτητας και της εξέλιξης της νόσου σύμφωνα με έρευνα που βασίζεται σε δείγμα που προέρχονται από χιλιάδες άτομα και η οποία δημοσιεύθηκε στο Science Translational Medicine.
Η μη επεμβατική μέθοδος συμπληρώνει τις πρόσφατες προόδους στις τεχνολογίες ανάλυσης του κυκλοφορούντος DNA των καρκινικών όγκων (ctDNA) και θα μπορούσε να συμβάλλει στον εντοπισμό των όγκων του παχέος εντέρου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου σε πρώιμο στάδιο.
Όπως είναι γνωστό οι κακοήθειες του παχέος εντέρου είναι πιο εύκολο να αντιμετωπιστούν εάν ανιχνευθούν πριν κάνουν μεταστάσεις σε άλλους ιστούς. Η κολονοσκόπηση είναι η νούμερο ένα διαγνωστική εξέταση, αλλά δεν παύει να είναι μια άβολη επεμβατική εξέταση που πολλοί θα ήθελαν να αποφύγουν και η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε επιπλοκές.
Ο Δρ. Huiyan Luo και οι συνεργάτες του από το Συνεργατικό Κέντρο Έρευνας για την Θεραπεία του Καρκίνου στο Guangzhou της Κίνας, αξιοποίησαν τις τεχνικές μηχανικής μάθησης για να αναπτύξουν μια λιγότερο επεμβατική διαγνωστική μέθοδο που μπορεί να ανιχνεύσει τον καρκίνο του παχέος εντέρου σε ασθενείς υψηλού κινδύνου.
Η τεχνολογία που ανέπτυξαν βασίζεται στην ανίχνευση δεικτών μεθυλίωσης, δηλαδή τροποποιήσεων του DNA που συχνά εντοπίζονται σε κύτταρα όγκων. Κατ’ αρχάς οι επιστήμονες δημιούργησαν ένα διαγνωστικό μοντέλο με βάση εννέα δείκτες μεθυλίωσης που σχετίζονται με τον καρκίνο του παχέος εντέρου, τους οποίους ταυτοποίησαν μελετώντας δείγματα πλάσματος από 801 ασθενείς με καρκίνο του παχέος εντέρου, καθώς και από 1.201 άτομα της ομάδας ελέγχου. Το μοντέλο διαχώρισε με ακρίβεια τους ασθενείς από τους υγιείς εθελοντές με ευαισθησία και ακρίβεια 87,5 και 89,9% αντίστοιχα. Επίσης αποδείχθηκε πιο αξιόπιστο από ένα κλινικά διαθέσιμο τεστ αίματος για την ανίχνευση ενός καρκινικού δείκτη του CEA (καρκινοεμβρυϊκού αντιγόνου).
Επιπλέον ένα τροποποιημένο προγνωστικό μοντέλο συνέβαλε στην πρόγνωση του κινδύνου θανάτου του ασθενούς σε μια περίοδο παρακολούθησης 26,6 μηνών κατά μέσο όρο, ιδιαίτερα όταν συνδυαζόταν με εγκαθιδρυμένα κλινικοπαθολογικά χαρακτηριστικά όπως ο εντοπισμός του όγκου. Μάλιστα ένας δείκτης μεθυλίωσης ήταν ιδιαίτερα χρήσιμος, καθώς η η δική του ανίχνευση μόνο οδήγησε στον εντοπισμό περιπτώσεων καρκίνου του παχέος εντέρου και προκαρκινικών αλλοιώσεων σε μια προοπτική μελέτη 1.493 ατόμων υψηλού κινδύνου.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι μελέτες με μεγαλύτερη διάρκεια παρακολούθησης θα χρειαστούν για να εκτιμηθεί περαιτέρω η αξιοπιστία της μεθόδου τους για τους γιατρούς και τους ασθενείς.