Οι άνδρες είναι δύο φορές πιο πιθανό να θεωρούν τους εαυτούς τους… καλούς ψεύτες σε σχέση με τις γυναίκες και να πιστεύουν ότι το ψέμα τους δε θα μαθευτεί, υποστηρίζει νέα «αποκαλυπτική» μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PLOS ONE.
Οι άνθρωποι που διαπρέπουν στο ψέμα είναι καλοί ομιλητές και ψεύδονται πολύ περισσότερο, συνηθέστερα στην οικογένεια, τους ερωτικούς συντρόφους και τους συνεργάτες τους, σύμφωνα με την έρευνα της οποίας ηγήθηκε η Δρ. Brianna Verigin από το Πανεπιστήμιο του Portsmouth. Όπως φάνηκε, επίσης, οι διακεκριμένοι ψεύτες προτιμούν να λένε τα ψέματά τους πρόσωπο με πρόσωπο και όχι μέσω μηνυμάτων ή άλλων τρόπων επικοινωνίας.
«Προηγούμενες έρευνες έχουν δείξει ότι οι περισσότεροι άνθρωποι λένε ένα με δύο ψέματα ανά ημέρα, αυτό όμως δεν είναι ακριβές. Είναι ένας μικρός αριθμός των… κατ’ επάγγελμα ψευτών που ευθύνεται για την πλειοψηφία των ψεμάτων. Αυτό που ξεχώρισε στη μελέτη μας είναι ότι σχεδόν το μισό (40%) όλων των ψεμάτων λέγονταν από έναν πολύ μικρό αριθμό ατόμων, τα οποία μάλιστα ψεύδονται ασύστολα ακόμα και στους πιο κοντινούς τους ανθρώπους. Οι επιφανείς ψεύτες βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι χειρίζονται καλά το λόγο, κρύβοντας τα ψέματά τους μέσα στην αλήθεια, ώστε να είναι δύσκολο για τους άλλους να διακρίνουν τη διαφορά. Το δυνατό τους σημείο, μάλιστα, είναι να ενσωματώνουν τα ψέματα μέσα σε φαινομενικά απλές, ξεκάθαρες ιστορίες, οι οποίες δύσκολα αμφισβητούνται από τους συνομιλητές τους», αναφέρει η Δρ. Verigin.
Η ειδικός εξέτασε 194 ανθρώπους, άνδρες και γυναίκες μέσης ηλικίας 39 ετών, οι οποίοι κλήθηκαν να απαντήσουν σε μια σειρά ερωτήσεων, όπως το πόσο καλοί ήταν στο να εξαπατούν τους άλλους, πόσα ψέματα είπαν μέσα στο προηγούμενο 24ωρο, το είδος των ψεμάτων, σε ποιον απευθύνονταν και αν το έκαναν πρόσωπο με πρόσωπο ή με άλλα μέσα.
«Με τα χρόνια οι μελέτες δείχνουν ότι δεν είμαστε και τόσο καλοί όσο νομίζουμε στο να εντοπίζουμε ένα ψέμα. Στην καλύτερη περίπτωση, οι πιθανότητες των περισσότερων από εμάς να καταλάβουμε ότι κάποιος μας λέει ψέματα είναι 50-50. Θέλαμε, λοιπόν, να επικεντρωθούμε σε όσους είναι καλοί στο ψέμα και προσπαθήσαμε να κατανοήσουμε πώς το κάνουν και σε ποιον», εξηγεί η Δρ. Verigin.
Όπως αποδείχθηκε, όσο καλύτερος νομίζει κάποιος ότι είναι κάποιος στα ψέματα, τόσα περισσότερα λέει, ενώ μία από τις στρατηγικές-κλειδί για να το πετύχει είναι είναι να λέει ρεαλιστικά ψέματα που βρίσκονται κοντά στην αλήθεια και να μην αποκαλύπτει πολλές πληροφορίες.
Ακόμα μία στρατηγική που χρησιμοποιούσαν συχνότερα όσοι από τους συμμετέχοντες παραδέχτηκαν ότι ψεύδονται, είτε ήταν καλοί είτε κακοί ψεύτες, ήταν να αποκρύπτουν συγκεκριμένες πληροφορίες. Ωστόσο ένας άρτιος ψεύτης έχει μια επιπλέον ικανότητα, να φτιάχνει μια πιστευτή ιστορία που μπλέκεται με την αλήθεια, καθιστώντας δύσκολη την ανίχνευση του ψέματος. Αντίθετα, όσοι δήλωσαν ότι δεν ήταν καλοί στο ψέμα, όταν τελικά το έκαναν προσέφευγαν στην αοριστία.
Συνολικά στους 194 συμμετέχοντες στη μελέτη, οι πιο κοινοί τύποι εξαπάτησης, κατά φθίνουσα σειρά, ήταν τα «λευκά ψέματα», οι υπερβολές, οι κρυμμένες πληροφορίες, τα υφέρποντα ψέματα με μια δόση αλήθειας και η επινόηση πραγμάτων ή γεγονότων. Οι περισσότεροι επέλεγαν να πουν ψέματα κατά πρόσωπο και όχι μέσω μηνυμάτων, τηλεφώνου ή social media και απηύθυναν τα ψέματα στην οικογένεια, τους φίλους ή τους συνεργάτες τους, με τα στοιχεία για τους εργοδότες και τις αρχές να είναι τα λιγότερο πιθανά.
Καταληκτικά, η μελέτη δεν έδειξε καμία σύνδεση μεταξύ του επιπέδου μόρφωσης και της ικανότητας στο ψέμα, με τη Δρ. Verigin να υποστηρίζει ότι χρειάζονται περισσότερες έρευνες, συγκεκριμένα για την καλύτερη κατανόηση της εξειδίκευσης των ψευτών στην ενσωμάτωση των ψεμάτων σε αληθείς πληροφορίες και τη χρήση γεγονότων που είναι αδύνατο να ελεγχθούν.