Μελέτη της οποίας ηγήθηκαν ερευνητές από το το ICES και το Νοσοκομείο St. Michael στο Τορόντο υποστηρίζει ότι οι άνθρωποι που κατοικούν σε γειτονιές που δε θεωρούνται καλές για περπάτημα έχουν 33% περισσότερες πιθανότητες να έχουν αυξημένη πρόβλεψη δεκαετούς καρδιαγγειακού κινδύνου σε σύγκριση με τα άτομα που ζουν σε γειτονιές με περισσότερες διαδρομές για περίπατο.
Σύμφωνα με τη σχετική δημοσίευση στο Journal of the American Heart Association, η μελέτη είναι η πρώτη του είδους της που αναλύει τον συνολικό προβλεπόμενο κίνδυνο για πάνω από 10 χρόνια, εξετάζοντας στοιχεία σχεδόν 45.000 ατόμων 40 έως 74 ετών που κατοικούσαν σε μεγάλα αστικά κέντρα της περιοχής του Οντάριο στον Καναδά.
Εκτός από τον αυξημένο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων, οι ερευνητές βρήκαν ότι τα άτομα που ζούσαν στις λιγότερο ενδεικτικές για περίπατο γειτονιές είχαν σημαντικά υψηλότερη αρτηριακή πίεση και αυξημένες πιθανότητες πρώιμης διάγνωσης διαβήτη.
«Τα ευρήματα υποδεικνύουν ότι η ευκολία στο περπάτημα σχετίζεται με κλινικά σχετικές διαφορές στον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και υποστηρίζουν τη θεωρία ότι τα οφέλη που αποκομίζουν οι άνθρωποι που ζουν σε γειτονιές στις οποίες περπατούν πιο άνετα είναι ικανά για να παρακινήσουν και να ενισχύσουν την ατομική υγεία», αναφέρει ο Δρ. Nicholas Howell, πρώτος συγγραφέας της μελέτης.
Τέλος, στην εργασία αυτή αναδείχθηκε το γεγονός ότι η διαμονή σε μια γειτονιά που το περπάτημα δεν είναι εύκολο σχετίζεται επίσης με λιγότερες πιθανότητες καπνίσματος, υποδεικνύοντας ότι οι διαφορές στον προβλεπόμενο καρδιαγγειακό κίνδυνο πιθανόν να μπορούν να αντισταθμιστούν εν μέρει από τα υψηλότερα επίπεδα καπνίσματος στις πιο πρόσφορες για περπάτημα γειτονιές.
Καταλήγοντας, ο επικεφαλής συγγραφέας, Δρ. Gillian Booth, δήλωσε πως «η έρευνα αυτή υποστηρίζει ότι ο μελλοντικός καρδιαγγειακός κίνδυνος μπορεί να προβλεφθεί και τα ευρήματά της πρέπει να ενθαρρύνουν τους ανθρώπους που ζουν σε γειτονιές χωρίς περιπατητικές διαδρομές να αναζητήσουν εναλλακτικούς τρόπους σωματικής δραστηριότητας».