Αμερικανοί ερευνητές ανακάλυψαν ότι έγκυα και θηλάζοντα πειραματόζωα που είχαν σιτιστεί με διατροφή πλούσια σε λιπαρά απέκτησαν απογόνους που μεγαλώνοντας μάθαιναν με βραδύτερο ρυθμό και είχαν διαρκώς μη φυσιολογικά επίπεδα συστατικών απαραίτητων για την υγιή ανάπτυξη του εγκεφάλου και του μεταβολισμού.
Στα πειράματα που έκαναν οι ειδικοί της Ιατρικής Σχολής Johns Hopkins και δημοσίευσαν στο Experimental Neurology, έγκυοι αρουραίοι έκαναν επανειλημμένα μια διατροφή όμοια σε λιπαρά με μια κλασσική διατροφή με πρόχειρα γεύματα που κάνει ο άνθρωπος. Αν και η έρευνα έγινε σε τρωκτικά, οι ερευνητές σπεύδουν να σημειώσουν ότι έχει αντίκρισμα και σε ορισμένα άλλα θηλαστικά, όπως ο άνθρωπος, και έρχεται να ενισχύσει τα δεδομένα που δείχνουν ότι η ανθυγιεινή διατροφή μπορεί να καταστρέψει το αναπτυσσόμενο εγκέφαλο του εμβρύου.
Στο πλαίσιο της μελέτης, οι έγκυοι αρουραίοι λάμβαναν το 60% των θερμίδων τους από λιπαρά, ενώ αυτό το διατροφικό μοντέλο το συνέχισαν και την περίοδο του θηλασμού των απογόνων τους. Να σημειωθεί ότι στη δυτικού τύπου διατροφή το 45% των θερμίδων προέρχεται από λιπαρά.
Όταν οι απόγονοι των αρουραίων τελείωσαν και τον θηλασμό, περίπου 21 ημέρες μετά τον τοκετό, στη συνέχεια και για ένα τρίμηνο ακολούθησαν μια συνήθη διατροφή, όπου μόνο το 20% των θερμίδων προερχόταν από λιπαρά. Σε ηλικία περίπου τεσσάρων μηνών, οι ενήλικοι πια αρουραίοι αξιολογήθηκαν ως προς τις ικανότητες μάθησης και τη μνήμη μέσω της δοκιμασίας του λαβυρίνθου, όπου έπρεπε να βρουν την έξοδο.
Οι επιστήμονες εξηγούν ότι τα φυσιολογικά τρωκτικά σε αυτή τη δοκιμασία συνήθως χρειάζονται τρεις με τέσσερις προσπάθειες για να μάθουν που είναι οι έξοδος, αλλά εκείνα που είχαν γεννηθεί από μητέρες που είχαν κάνει διατροφή κατά την κύηση πλούσια σε λιπαρά χρειάστηκαν έως και εννέα προσπάθειες για να μάθουν που ήταν το σημείο εξόδου από τον λαβύρινθο.
Αφού τελικά έμαθαν που ήταν η έξοδος, έπειτα από μια εβδομάδα υποβλήθηκαν και πάλι στην ίδια δοκιμασία του λαβυρίνθου. Όσα είχαν γεννηθεί από μητέρες που είχαν κάνει φυσιολογική διατροφή στην εγκυμοσύνη θυμήθηκαν τον λαβύρινθο και χρειάστηκαν μόλις πέντε δευτερόλεπτα για να βρουν την έξοδο. Αλλά τα πειραματόζωα που είχαν εκτεθεί σε πολλά λιπαρά κατά την κύηση χρειάστηκαν κατά μέσο όρο περίπου 20 δευτερόλεπτα.
Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι ερευνητές μελέτησαν το γεγονός ότι φυσιολογικά τα τρωκτικά είναι περίεργα και τους αρέσει να περιεργάζονται νέα αντικείμενα στο περιβάλλον τους. Όταν εξοικείωσαν του αρουραίους με τουβλάκια Lego και στη συνέχεια άλλαζαν ένα από τα γνωστά τουβλάκια με ένα καινούριο καθημερινά, παρατήρησαν ότι περνούσαν περισσότερο χρόνο εξερευνώντας τα νέα τουβλάκια. Αλλά τα τρωκτικά των οποίων οι μητέρες είχαν καταναλώσει πολλά λιπαρά στην εγκυμοσύνη περιεργάζονταν ίσο χρόνο τα παλιά και τα νέα τουβλάκια. Αυτό σημαίνει ότι δεν αναγνώριζαν τα νέα τουβλάκια ως νέα.
«Οι αρουραίοι που είχαν εκτεθεί ενδομητρίως σε διατροφή πλούσια σε λιπαρά μάθαιναν με πιο αργό ρυθμό. Μπορούσαν να μάθουν κάτι αλλά χρειάζονταν περισσότερο χρόνο», αναφέρουν οι ερευνητές στα συμπεράσματα της μελέτης.
Θέλοντας ωστόσο να εξηγήσουν γιατί μάθαιναν με πιο αργό ρυθμό, οι ειδικοί συνέκριναν τα επίπεδα των παραγώγων των γονιδίων στους εγκεφάλους των φυσιολογικών αρουραίων και αυτών που είχαν εκτεθεί σε διατροφή πλούσια σε λιπαρά κατά την κύηση και τη γαλουχία. Εστίασαν περισσότερο στο τμήμα του εγκεφάλου που είναι ζωτικής σημασίας για τη μάθηση και τη μνήμη όταν τα πειραματόζωα ολοκλήρωσαν τον θηλασμό και μερικούς μήνες μετά όταν ενηλικιώθηκαν.
Τελικά, όσα είχαν εκτεθεί σε διατροφή με πολλά λιπαρά είχαν χαμηλότερα επίπεδα υποδοχέων ινσουλίνης, λεπτίνης και μεταφορέα της γλυκόζης-1, συγκριτικά με τους φυσιολογικούς αρουραίους.
Η ινσουλίνη ως γνωστόν ρυθμίζει το σάκχαρο στο αίμα. Στα τρωκτικά και όλα τα θηλαστικά, οι υποδοχείς ινσουλίνης την ανιχνεύουν και εκκινούν τη διαδικασία αποβολής του σακχάρου από το αίμα ώστε να μπει στα κύτταρα και να χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας. Η λεπτίνη είναι μια ορμόνη που καταστέλλει την πείνα και προσδένεται στους υποδοχείς λεπτίνης για να ρυθμίσει το βάρος και τον μεταβολισμό.