Αντίθετα με τα όσα πολλοί από εμάς πιστεύουμε, η υψηλή πίεση στα μάτια (ενδοφθάλμια πίεση) δεν αποτελεί ένδειξη για γλαύκωμα. Αυτό που απασχολεί τους επιστήμονες, σύμφωνα με νέα έρευνα, είναι το αν οι πρωτεΐνες που κυκλοφορούν μέσα στο υγρό των ματιών μπορούν όντως να αποτελέσουν μια τέτοια ένδειξη.
«Παρόλο που κάποιοι πάσχοντες από γλαύκωμα έχουν πράγματι υψηλή πίεση στα μάτια, υπάρχουν και ασθενείς που δεν έχουν», λέει ο Δρ. Ashok Sharma, ειδικός στο Κέντρο Βιοτεχνολογίας και Γενομικής Ιατρικής και στο Τμήμα Επιστημών Υγείας του Πληθυσμού του Ιατρικού Κολεγίου της Τζώρτζια (MCG) στο Πανεπιστήμιο Augusta.
Το γλαύκωμα, η βασική αιτία τύφλωσης παγκοσμίως, δεν έχει κάποιοι σαφές πρώιμο σύμπτωμα, με αποτέλεσμα, όταν οι ασθενείς συνειδητοποιούν ότι έχουν κάποιο πρόβλημα στα μάτια τους, να έχει ήδη συμβεί σημαντική ζημιά στο οπτικό νεύρο οδηγώντας σε απώλεια της όρασης, σημειώνει από την πλευρά του ο Δρ. Lane Ulrich, οφθαλμίατρος στο MCG και στο Ινστιτούτο James and Jean Culver Vision Discovery και ένας εκ των ερευνητών.
Λαμβάνοντας όλα αυτά υπ’όψιν, λοιπόν, οι ερευνητές του MCG εργάζονται πάνω στη σύνδεση του πρωτεϊνικού προφίλ του υγρού που βρίσκεται στα μάτια (υδατοειδές υγρό) και της προφανούς δομικής ζημιάς που προκαλεί στα μάτια το γλαύκωμα. Σκοπός τους είναι να βρουν μια καλύτερη μέθοδο διάγνωσης της κοινής αυτής οφθαλμολογικής πάθησης, να ελέγξουν την εξέλιξή της και ενδεχομένως να βρουν νέους θεραπευτικούς στόχους. Αν τα καταφέρουν, ίσως μια μέρα τα δάκρυά μας να παρέχουν το υγρό που χρειάζεται για την υλοποίηση αυτών των εξετάσεων.
Η επιστημονική ομάδα, μάλιστα, έχει λάβει επιχορήγηση ύψους 1,5 εκατομμυρίου δολαρίων από το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας της Αμερικής για την υλοποίηση εξετάσεων σε 200 ασθενείς με γλαύκωμα και 400 με καταρράκτη ως ομάδα ελέγχου μέσα στα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Η μέθοδος που ακολουθείται περιλαμβάνει τη σύγκριση του πρωτεϊνικού προφίλ ενός εκατομμυριοστού του λίτρου του υδατοειδούς υγρού που βρίσκεται στα μάτια – και αφαιρέθηκε χειρουργικά – με κλινικά δεδομένα, όπως εικόνες από ένα κατεστραμμένο οπτικό νεύρο και άλλα δημογραφικά και ιατρικά δεδομένα όπως η ηλικία και η εθνότητα, έτσι ώστε να δημιουργήσει ένα πρωτεομικό ίχνος (το σύνολο των πρωτεϊνών ενός κυττάρου ενός οργανισμού) για το γλαύκωμα.
Οι ειδικοί δημιουργούν, επίσης, μια βάση δεδομένων πρωτεϊνών και σχετικών κλινικών και επιστημονικών πληροφοριών που ανακαλύπτουν κατά τη διάρκεια της μελέτης, στην οποία θα έχουν πρόσβαση και άλλοι επιστήμονες για τις δικές τους εργασίες.
«Αναζητούμε ένα τρόπο, όχι μόνο να εντοπίζουμε τους ασθενείς με γλαύκωμα, αλλά και να τους παρακολουθούμε καλύτερα», σημειώνει ο Δρ. Ulrich.
Προηγούμενες τεχνολογίες για την εξέταση των οφθαλμικών πρωτεϊνών απαιτούσαν ολόκληρο τον όγκο του οφθαλμικού υγρού για τον έλεγχο ενός ή δύο μόνο πρωτεϊνών. Οι σύγχρονες τεχνολογίες επιτρέπουν τον έλεγχο μεγάλου αριθμού πρωτεϊνών με ελάχιστον από το υγρό, με τον Δρ. Sharma και την ομάδα του συγκεκριμένα να αναπτύσσουν τα συστήματα που καθιστούν εφικτή τη συγκέντρωση των πληροφοριών με στόχο την ανάλυση, αποθήκευση και ενσωμάτωσή τους.
Οι προκαταρκτικές μελέτες των επιστημόνων στο οφθαλμικό υγρό 66 ασθενών, οι μισοί εκ των οποίων είχαν ή θεωρείτο ότι είχαν γλαύκωμα, ανέδειξαν 807 μοναδικές πρωτεΐνες, 43 από τις οποίες παρουσίαζαν σημαντικές αλλαγές στους ασθενείς με γλαύκωμα.
«Βλέπουμε συνεχώς ασθενείς που έχουν χάσει την όρασή τους λόγω του γλαυκώματος, το οποίο αν είχε διαγνωσθεί νωρίτερα, ίσως και να είχε αποφευχθεί το τελικό αποτέλεσμα. Αυτή ακριβώς είναι και η θεωρία πίσω από την εργασία μας, να βρούμε δηλαδή ένα σημάδι που θα υποδεικνύει έγκαιρα ότι το άτομο έχει προδιάθεση για την εμφάνιση γλαυκώματος, έτσι ώστε να μπορούμε να στοχεύσουμε τις θεραπείες σε αυτούς που τις χρειάζονται», σημειώνει καταληκτικά η Δρ. Kathryn Bollinger, επιστήμονας από το MCG και επίσης ερευνήτρια της μελέτης.