Εάν επιλέξουμε τον δρόμο του εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, δεν προστατευόμαστε μόνο από τη βαριά νόσηση αλλά και από τα εξακολουθητικά επίμονα συμπτώματα, η εμφάνιση των οποίων μειώνεται στο μισό σε περίπτωση που είμαστε πλήρως εμβολιασμένοι, για την ακρίβεια κατά 47% σύμφωνα με τα νεότερα ερευνητικά ευρήματα δημοσιευμένα στο The Lancet Infectious Diseases από το King’s College του Λονδίνου.
Επομένως, όσοι μέχρι σήμερα δεν τάσσονται υπέρ του εμβολιασμού, θα πρέπει όχι μόνο να αναλογιστούν τη μάχη με τα συμπτώματα κατά τη διάρκεια της νόσησης αλλά και τις επιπλοκές της «μακράς» Covid, με τα πιο πρόσφατα ερευνητικά στοιχεία να υποστηρίζουν ότι μπορεί να προκαλέσει διαταραχές στις νεφρικές τους λειτουργίες, ακόμα και σε περίπτωση εμφάνισης ήπιων συμπτωμάτων.
Οι ερευνητές της παρούσας έρευνας ανέλυσαν δεδομένα ασθενών από την ερευνητική εφαρμογή UK ZOE COVID Symptom Study και για μια μεγάλη χρονική περίοδο, από τις 8 Δεκεμβρίου του 2020 εώς τις 4 Ιουλίου του 2021 και αφορούσε σε ένα αρκετά ικανοποιητικό δείγμα εμβολιασμένων Βρετανών κατοίκων, 1.240.009 με την πρώτη δόση και 971.504 με τη δεύτερη δόση. Τα αποτελέσματα προέκυψαν και μετά την αξιολόγηση διαφόρων παραγόντων όπως η ηλικία, η αδυναμία ή χρόνια κόπωση των ασθενών και το τόπος της κατοικίας. Η ερευνητική ομάδα έπειτα συνέκρινε αυτά τα στοιχεία με τη λοίμωξη μετά τον εμβολιασμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που ανέκυψαν, υπήρξαν λιγότερες πιθανότητες νοσηλείας κατά 73% και 31% λιγότερες πιθανότητες εμφάνισης σοβαρών συμπτωμάτων στους πλήρως εμβολιασμένους ασθενείς. Τα συμπτώματα που εμφάνισαν ήταν παρόμοια με εκείνα των ενήλικων ανεμβολίαστων ασθενών όπως η ανοσμία, ο βήχας, ο πυρετός, οι πονοκέφαλοι και η κόπωση.
Η σημαντική διαφορά όμως είναι πως στους εμβολιασμένους ασθενείς αυτά τα συμπτώματα ήταν λιγότερο σοβαρά και εμφανίστηκαν με μικρότερη συχνότητα, ενώ μικρότερες ήταν και οι πιθανότητες εμφάνισης πολλαπλών συμπτωμάτων την πρώτη εβδομάδα της λοίμωξης. Πιο συγκεκριμένα, το φτάρνισμα ήταν το μοναδικό κοινό σύμπτωμα στους εμβολιασμένους ασθενείς.
Υπήρχε όμως κι άλλο ένα ενδιαφέρον εύρημα καθώς οι κάτοικοι των υποβαθμισμένων περιοχών βρισκόντουσαν σε μεγαλύτερο κίνδυνο μόλυνσης μετά τη χορήγηση της πρώτης δόσης. Αντίθετα, η ηλικία δεν αποτελούσε καθοριστικό παράγοντα κινδύνου, ενώ όσοι ασθενείς έπασχαν από υποκείμενα νοσήματα που περιόριζαν την ανεξαρτησία τους, όπως η αδυναμία ή η χρόνια κόπωση, διπλασίαζαν τον κίνδυνο νόσησης μετά τον εμβολιασμό. Οι ερευνητές μάλιστα θεωρούν ότι η συγκεκριμένη κατηγορία ασθενών χρειάζεται ειδική μέριμνα καθώς οι ασθενείς μολύνονται δυσανάλογα, υποστηρίζοντας ότι συγκεκριμένες στατηγικές αντιμετώπισης θα μπροούσαν να επιλύσουν το πρόβλημα.
Πώς όμως ο εμβολιασμός αποτρέπει την μακρά Covid; «Δύο είναι οι τρόποι: Πρώτον, μειώνοντας τον κίνδυνο των επίμονων συμπτωμάτων κατά 8 έως 10 φορές και στη συνέχεια μειώνοντας κατά το ήμισυ τις πιθανότητες των επίμονων συμπτωμάτων μετά την αρχική μόλυνση. Επιπλέον, όποια και αν είναι η διάρκεια των συμπτωμάτων, η λοίμωξη μετά από τη χορήγηση και των δύο δόσεων είναι ηπιότερη, με τα εμβόλια να αλλάζουν πραγματικά τη νόσηση προς το καλύτερο. Επομένως, ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να εμβολιαστούν και με τη δεύτερη δόση όσο το δυνατόν ταχύτερα» εξηγεί ο καθηγητής King’s College και επικεφαλής της έρευνας Tim Spector.
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός – Πλήρως εμβολιασμένοι: Πόσο κινδυνεύουν να νοσήσουν ξανά με επίμονα συμπτώματα