Λόγω της έλλειψης επαρκών δεδομένων σχετικά με τον ρόλο των ασυμπτωματικών ανθρώπων στη μετάδοση της λοίμωξης COVID-19, αλλά και την ποσότητα των αντισωμάτων που παράγει ο οργανισμός μετά τη λοίμωξη από κορωνοϊό, επιστήμονες από το Πανεπιστήμιο Cardiff Metropolitan αποφάσισαν να εξετάσουν διάφορα άτομα από το προσωπικό του ιδρύματος για την παρουσία αντισωμάτων της COVID-19. Τα άτομα αυτά ήταν ασυμπτωματικά κατά τον Ιούλιο του 2020.

Οπως εξηγεί η Δρ. Jessica Williams, αναπληρώτρια ερευνήτρια Καρδιαγγειακού Μεταβολισμού και Φλεγμονής στο Πανεπιστήμιο Cardiff Metropolitan σε άρθρο της στο The Conversation ο στόχος τους ήταν να αποκαλύψουν πόσο συχνές ήταν οι ασυμπτωματικές λοιμώξεις κατά τη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, ώστε να μάθουν περισσότερα σχετικά με τη διάρκεια των αντισωμάτων της COVID-19 και αν υπάρχουν διαφορές στην ανταπόκριση του ανοσοποιητικού συστήματος του κάθε ανθρώπου στον ιό.

Αποκαλύπτοντας τις διαφορές

Για να εκτελέσουν το πρόγραμμα διαλογής, οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα τεστ αίματος, το οποίο παρείχε αποτελέσματα σε μόλις 10 λεπτά. Τα αποτελέσματα αυτά συγκρίθηκαν στη συνέχεια με δύο ανεξάρτητες μεθόδους “gold standard”, οι οποίες χρησιμοποιούνται στα υγειονομικά εργαστήρια για τον έλεγχο αντισωμάτων για COVID-19. Η μελέτη εξέτασε τους ίδιους ανθρώπους σε δύο διαφορετικές χρονικές περιόδους με διαφορά τριών μηνών.

Στον πρώτο τους έλεγχο τον Ιούλιο του 2020, όλοι οι συμμετέχοντες ήταν καλά, δεν είχαν διαγνωσθεί με κορωνοϊό και δεν είχαν εμφανή συμπτώματα της νόσου, παρόλο που κάποιοι ανέφεραν ότι βίωσαν ήπια συμπτώματα της COVID-19 στους τρεις μήνες που προηγήθηκαν.

Από τους 739 ανθρώπους που εξετάστηκαν, το 3,65% είχε αντισώματα της COVID-19, ποσοστό ελαφρώς χαμηλότερο από τον εθνικό μέσο όρο της Βρετανίας που υπέδειξε η μελέτη UK REACT study (4-6%) εκείνη την περίοδο. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο γεγονός ότι η πλειοψηφία του προσωπικού του Πανεπιστημίου εργαζόταν από το σπίτι από τον Μάρτιο μέχρι και τον Σεπτέμβριο του 2020, επομένως είχε προφυλαχθεί αποτελεσματικά από τη μόλυνση.

Η μελέτη δεν ανέδειξε κάποια στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στον αριθμό ανδρών και γυναικών που είχαν αντισώματα, αν και η επικράτηση αντισωμάτων ήταν υψηλότερη στους άνδρες άνω των 40 ετών. Παρόλα αυτά, όταν οι επιστήμονες συνέκριναν τα επίπεδα αντισωμάτων όσων διαγνώσθηκαν θετικοί στον ιό, βρήκαν μια σημαντική διαφορά: τα επίπεδα στους άνδρες συμμετέχοντες ήταν τρεις φορές υψηλότερα από εκείνα των γυναικών, χωρίς να υπάρχει όμως διαφορά στα συμπτώματα που ανέφεραν τα δύο φύλα –δηλαδή στη σοβαρότητα της λοίμωξης που τα παρήγαγε.

«Όταν πραγματοποιήσαμε το δεύτερο τεστ τρεις μήνες αργότερα, βρήκαμε μία ακόμα σημαντική διαφορά. Από τους ανθρώπους που είχαν ήδη αντισώματα κατά του κορωνοϊού, το 21,7% δεν ήταν πλέον θετικό στον ιό, στοιχείο που δείχνει ότι ένας στους πέντε ασυμπτωματικούς που παράγουν αντισώματα, τα χάνουν μετά από έξι μήνες», αναφέρει η Δρ. Jessica Williams.

«Το ενδιαφέρον, βέβαια, είναι ότι το 80% των συμμετεχόντων στη μελέτη μας που είχαν χάσει τα αντισώματά τους ήταν γυναίκες. Οι γυναίκες αυτές, μάλιστα, ήταν κατά μέσο όρο 10 χρόνια μεγαλύτερες από εκείνες που είχαν διατηρήσει τα αντισώματά τους. Αυτό μπορεί να σχετίζεται με τροποποιημένη ανοσολογική απόκριση στις γυναίκες που πλησιάζουν στην εμμηνόπαυση ή βρίσκονται στη μετεμμηνόπαυση, παρόμοια με αυτή που παρατηρείται στη γρίπη», καταλήγει η ειδικός.

Συμπερασματικά, πάντως, τα αποτελέσματα υποδεικνύουν ότι όταν αξιολογούμε την ανοσία στην COVID-19 –και τη διάρκειά της- θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το γεγονός ότι η ανοσία δεν είναι η ίδια σε όλους, καθώς η ηλικία και το φύλο μπορούν να συντελέσουν σε σημαντικές διαφορές.

Διαβάστε επίσης

Κορωνοϊός – Ασθενείς: Ποιοι έχουν τριπλάσιες πιθανότητες να νοσηλευθούν σε ΜΕΘ

Κορωνοϊός: Ποιοι και γιατί προστατεύονται περισσότερο από την COVID-19

Κορωνοϊός: Το κρυφό όπλο στη μάχη κατά του SARS-CoV-2