Εν μέσω του δεύτερου κύματος της πανδημίας του κορωνοϊού, και χωρίς να διαθέτουμε επί του παρόντος εμβόλιο, ούτε και αποτελεσματική θεραπεία, ακούγεται συχνά η φράση ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με τη νόσο COVID-19. Τι συνεπάγεται όμως αυτό και κυρίως μπορεί να συμβεί;

«’Όχι’ έως ότου έχουμε ένα εμβόλιο» είναι η απάντηση που δίνει με άρθρο της στο The Conversation η Sarah Pitt, λέκτορας Μικροβιολογίας και Βιοϊτρικής Επιστήμης, συνεργάτις του Ινστιτούτου Βιοιατρικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μπράιτον στο Ηνωμένο Βασίλειο.

Η Βρετανίδα επιστήμονας επισημαίνει πως πρόκειται για ένα περίπλοκο ερώτημα που επί της ουσίας συνοψίζεται στο εξής: Θα πρέπει να επιτρέψουμε στον ιό SARS-CoV-2 να εξαπλωθεί στο μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού ενώ κρατάμε σε απομόνωση τους ηλικιωμένους και τις ευπαθείς ομάδες, δημιουργώντας κάποιο επίπεδο υποκείμενης ανοσίας στον πληθυσμό; Ή είναι καλύτερα να εμμείνουμε στα μέτρα περιορισμού του ιού και να στοχεύσουμε στην εξάλειψή του;

Στις απόπειρες να δοθεί απάντηση γίνεται συχνά επίκληση της έννοιας της ανοσίας της αγέλης (όταν περίπου το 60% του πληθυσμού έχει αποκτήσει ανοσία). Πρόκειται, ωστόσο, για έναν όρο ο οποίος δεν έχει γίνει σωστά κατανοητός, σύμφωνα με την Sarah Pitt. Ο έλεγχος ενός λοιμώδους νοσήματος μέσω του «χτισίματος» φυσικής ανοσίας στον πληθυσμό δεν έχει επιτευχθεί ποτέ στο παρελθόν, επισημαίνει τονίζοντας ότι η ανοσία της αγέλης λειτουργεί μέσω στοχευμένου εμβολιασμού και στην παρούσα φάση δεν υφίσταται εμβόλιο.

Ιοί και ανοσία

Η Βρετανίδα επιστήμονας φέρνει ως παράδειγμα την ευλογιά, τον μόνο ανθρώπινο ιό που έχουμε εξαλείψει. Σε αντίθεση με την COVID-19, οι νοσούντες από ευλογιά παρουσίαζαν πάντα συμπτώματα, συνεπώς μπορούσαν να εντοπιστούν και να απομονωθούν. Όποιος δεν έχανε τη ζωή του είχε διά βίου ανοσία.

Ωστόσο, η ευλογιά εξαλείφθηκε πλήρως μόνο μέσω συντονισμένης εκστρατείας εμβολιασμού. Αυτός ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσαν να επιτευχθούν αρκετά υψηλά επίπεδα προστασίας παγκοσμίως ώστε να φθάσουμε στο σημείο της ανοσίας της αγέλης, σύμφωνα με την Sarah Pitt.

Περίπου το ένα τέταρτο όλων των ιών του κοινού κρυολογήματος προκαλούνται από κορωνοϊούς. Επειδή ο SARS-CoV-2 είναι επίσης κορωνοϊός, θα μπορούσε να υπάρξει παρόμοια προστατευτική αλληλεπίδραση; Δεν γνωρίζουμε για πόσο καιρό διαρκεί η ανοσία έναντι οποιουδήποτε κορωνοϊού μετά την ανάρρωση, αλλά γνωρίζουμε ότι δεν διαρκεί για πάντα, επισημαίνει η ίδια.

Και αναφέρεται ενδεικτικά σε πρόσφατη μελέτη που κατέδειξε ότι μερικοί άνθρωποι μπορεί να νοσήσουν από τον ίδιο τύπο κορωνοϊού πάνω από μία φορά κατά την ίδια χειμερινή περίοδο. Αυτό υποδεικνύει ότι η φυσική ανοσία δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένη στη σχέση ανθρώπου-κορωνοϊού και η ανοσία της αγέλης πιθανώς δεν μπορεί να συμβεί φυσικά. Όντως, θα ήταν αξιοσημείωτο εάν θα μπορούσαμε να επιτύχουμε φυσική ανοσία χωρίς εμβόλιο, καθώς αυτό δεν έχει συμβεί ποτέ στο παρελθόν, υπογραμμίζει.

Έλεγχος της εξάπλωσης

Η Sarah Pitt αναφέρεται εν συνεχεία στην προσπάθεια απόκρουσης του ιού SARS-CoV-2 μέσω ελέγχου της εξάπλωσής του, επισημαίνοντας πως αυτό είναι που συνέβη με τους στενούς «συγγενείς» του SARS-CoV (ή Sars) και MERS-CoV (Αναπνευστικό Σύνδρομο Μέσης Ανατολής).

Αμφότεροι οι ιοί εμφανίστηκαν τον 21ο αιώνα συνιστώντας ένα νέο παθογόνο έναντι του οποίου θα έπρεπε να αντιδράσει το ανοσοποιητικό σύστημα, κατά συνέπεια θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρήσιμα παραδείγματα ως προς την πρόγνωση για το θα μπορούσε να συμβεί με την COVID-19.

Ο SARS «έκανε το γύρο του κόσμου» δύο φορές μεταξύ Νοεμβρίου 2002 και Μαΐου 2004 προτού εξαφανιστεί εντελώς. Αυτό χάρη στα αυστηρά μέτρα ελέγχου, όπως η καραντίνα για επαφές νοσούντων και ο τακτικός καθαρισμός δημόσιων χώρων.

Δημιουργήθηκε ένα ισχυρό πρόγραμμα εργαστηριακών ελέγχων. Οι άνθρωποι ενθαρρύνθηκαν να φορούν μάσκες και να πλένουν τα χέρια τους συχνά. Αυτά τα μέτρα σταμάτησαν την εξάπλωση του ιού μεταξύ των ανθρώπων, οδηγώντας στην εξαφάνισή του.

Η ίδια αναφέρει πως το πλεονέκτημα που υπήρχε στην προσπάθεια περιορισμού του SARS ήταν ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που είχαν τη λοίμωξη εμφάνιζαν συμπτώματα αρκετά γρήγορα, έτσι ώστε να μπορούν να εντοπιστούν, να τους παρασχεθεί η ιατρική φροντίδα που χρειάζονταν και ακολούθως να απομονωθούν ώστε να μη μεταδώσουν τον ιό σε άλλους. Δυστυχώς, η COVID-19 φαίνεται να είναι πιο μεταδοτική στην αρχή της νόσου ενώ είναι μεγάλος ο αριθμός των ατόμων με ήπια ή καθόλου συπτώματα, οπότε δεν μπορεί να γίνει το ίδιο εξίσου αποτελεσματικά.

Ο MERS εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Μέση Ανατολή το 2012. Οδηγεί σε πολύ σοβαρή λοίμωξη και θάνατο στο 34% των πασχόντων. Φαίνεται να είναι λιγότερο μεταδοτικός από τους ιούς SARS και SARS-CoV-2 -για να μεταδοθεί οι άνθρωποι πρέπει να βρίσκονται σε πολύ στενή επαφή.

Οι ασθενείς με MERS τείνουν να μεταδίδουν τον ιό σε όσους τους φροντίζουν στο νοσοκομείο ή στο άμεσο οικογενειακό περιβάλλον, γεγονός το οποίο καθιστά ευκολότερο τον περιορισμό των εστιών και έχει σταματήσει τη διάδοση της νόσου γεωγραφικά. Υπάρχουν, πάντως, ακόμη εξάρσεις, συμπεριλαμβανομένων 199 κρουσμάτων στη Σαουδική Αραβία το 2019.

Όπως στην περίπτωση του MERS, και σε αντίθεση με τον SARS, μπορούμε να περιμένουμε να εκδηλωθούν εστίες COVID-19 ακόμη και αφού έχουμε θέσει εν πολλοίς τον ιό υπό έλεγχο, σημειώνει η Δρ Pitt.

Το στοιχείο-κλειδί, όπως τονίζει, είναι να εντοπιστούν οι φορείς της λοίμωξης μέσω τεστ και ιχνηλάτισης το συντομότερο δυνατόν, ώστε να μειωθούν οι αριθμοί ατόμων που επηρεάζονται από θετικό κρούσμα. Ένα αποτελεσματικό και ευρέως χορηγούμενο εμβόλιο θα βοηθούσε να φτάσουμε σε αυτό το στάδιο νωρίτερα, κατά την Βρετανίδα ειδικό.

SARS-CoV-2 vs γρίπη

Κατά την Sarah Pitt, η σύγκριση με εξάρσεις της γρίπης είναι επίσης χρήσιμη για να κατανοήσουμε πως θα ήταν «να ζούμε» με την COVID-19. Η ισπανική γρίπη (1918-20) εκτιμάται ότι προσέβαλε 500 εκατομμύρια ανθρώπους και περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι πέθαναν.

Μεταξύ Ιανουαρίου 2009 και Αυγούστου 2010, τουλάχιστον το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού εκτιμάται ότι πιθανότατα προσβλήθηκε από τη γρίπη των χοίρων, αλλά ο αριθμός των θανάτων -λίγο περισσότερο από 250.000- ήταν παρόμοιος με το αναμενόμενο ποσοστό για την εποχική γρίπη.

Οι ιοί του 1918 και του 2009 είναι ο ίδιος τύπος γρίπης Α, που ονομάζεται H1N1. Γιατί λοιπόν το ποσοστό θανάτων ήταν χαμηλότερο για τη γρίπη των χοίρων; Αυτό συμβαίνει επειδή τον 21ο αιώνα, οι εργαστηριακές εξετάσεις για τη γρίπη αποτελούν διαδικασία ρουτίνας, είχαμε αποτελεσματικές αντιιικές θεραπείες (Tamiflu και Relenza) και ένα εμβόλιο. Ο ιός παράλληλα μεταλλάχθηκε και κατέστη λιγότερο επικίνδυνος. Ενσωματώθηκε σε όλα τα υπόλοιπα εποχικά στελέχη της γρίπης και είναι τώρα γνωστός ως H1N1pdm09, εξηγεί η ειδικός.

Θα μπορούσε να συμβεί το ίδιο για τον ιό που προκαλεί την COVID-19; Δυστυχώς όχι, λέει η Δρ Pitt. Διαθέτουμε μεν αξιόπιστα εργαστηριακά τεστ για τον SARS-CoV-2, αλλά αυτά αναπτύχθηκαν μόλις το 2020. Οι έλεγχοι επέφεραν μεγαλύτερο φόρτο εργασίας στα εργαστήρια μικροβιολογίας των νοσοκομείων, ενόσω πρέπει ταυτόχρονα να συνεχίσουν να εκτελούν και τη συνήθη εργασία τους.

Το αντιιικό φάρμακο ρεμδεσιβίρη χρησιμοποιείται μόνο για τη θεραπεία νοσκομειακών ασθενών με σοβαρή λοίμωξη COVID-19. Και ένα εμβόλιο είναι απίθανο να είναι έτοιμο πριν από την άνοιξη του 2021, κατά την ίδια. Υπάρχουν μερικά νέα στελέχη του SARS-CoV-2, αλλά δυστυχώς είναι είτε σχεδόν παρόμοια με το αρχικό, είτε πιο μεταδοτικά. Αυτός ο ιός δεν εμφανίζει ακόμη κανένα σημάδι «ηρεμίας», αναφέρει.

Πώς συνεχίζουμε

Οι περισσότεροι άνθρωποι που νοσούν από COVID-19 αναρρώνουν, ωστόσο έχει καταλήξει περίπου το 3% εξ όσων έχουν προσβληθεί σε παγκόσμια κλίμακα. Δεν γνωρίζουμε επίσης τι ποσοστό όσων ανακάμπτουν θα συνεχίσει να αναπτύσσει μακροχρόνιες παρενέργειες (γνωστές ως μακρά COVID-19), αλλά θα μπορούσε να είναι έως και 10%. Μελέτες σε άτομα που είχαν νοσήσει με SARS στις αρχές της δεκαετίας του 2000 δείχνουν ότι μερικοί από αυτούς παρουσίαζαν πνευμονολογικά προβλήματα 15 χρόνια αργότερα.

Ενώπιον στατιστικών στοιχείων όπως αυτά, θα πρέπει να προσπαθήσουμε να διασφαλίσουμε ότι θα προστατευθούν όσο το δυνατόν περισσότεροι άνθρωποι έναντι της νόσου COVID-19, και όχι «να μάθουμε να ζούμε με τον ιό», σύμφωνα με την Sarah Pitt. Πρέπει να εμμείνουμε στα καθημερινά μέτρα προστασίας για την αναχαίτιση της διασποράς. Κατά τη διάρκεια του 2020 αυτό σήμανε την επιβολή καραντίνας στις περισσότερες χώρες.

Μεσοπρόθεσμα, η ίδια συμπληρώνει, πως πρέπει να υφίσταται ισορροπία μεταξύ των περιορισμών στην ελευθερία των ανθρώπων και στο να τους επιτρέπεται να συναντηθούν με τους αγαπημένους τους και να εργαστούν για να ζήσουν. Ωστόσο, ο SARS-CoV-2 δεν είναι σαν την ευλογιά, δεν είναι σαν τους ιούς SARS και MERS, ούτε σαν την ισπανική γρίπη ή γρίπη των χοίρων. Υπάρχουν μαθήματα που μπορούμε να αντλήσουμε από αυτές τις προγενέστερες λοιμώδεις νόσους, αλλά αυτό υπερβαίνει τις κακώς νοούμενες έννοιες της ασυλίας της αγέλης, της εξάλειψης ή του να μάθουμε να ζούμε με έαν ιό, αναφέρει εν κατακλείδι η Βρετανίδα ειδικός.

Φαίνεται ότι οι επιδημίες του SARS-CoV-2 θα είναι παρούσες στη ζωή μας για αρκετό καιρό ακόμα, αλλά «το να μάθουμε να ζούμε με τον ιό» δεν θα πρέπει να σημαίνει ότι τον αφήνουμε να προσβάλει μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Η στόχευση πρέπει να είναι ότι θα προσβάλλονται πολύ λίγοι άνθρωποι ώστε οι νέες εξάρσεις να είναι μικρής κλίμακας και σπάνιες, καταλήγει η Sarah Pitt.

 

Διαβάστε επίσης

Κορωνοϊός: Θα γίνει εποχικός ιός προβλέπουν οι επιστήμονες – Πότε θα συμβεί αυτό