Νέους δρόμους στην πρόληψη καρδιαγγειακών νοσημάτων θα μπορούσαν να χαράξουν οι συνδετικοί κρίκοι μεταξύ χαμηλής οστικής πυκνότητας και κακής καρδιαγγειακής υγείας που αποτυπώνει νέα μελέτη που υπογράφεται από ερευνητές του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου και της Μονάδας Επιδημιολογίας του Ιατρικού Συμβουλίου Ερευνών του Σαουθάμπτον.
Πρόκειται για τη μεγαλύτερης κλίμακας μελέτη μέχρι σήμερα που ήλθε να διερευνήσει τη συσχέτιση μεταξύ της υγείας των οστών και της καρδιάς. Τα ιατρικά δεδομένα αντλήθηκαν από το μητρώο UK Biobank και τα σχετικά ευρήματα δημοσιεύονται στο Journal of Bone and Mineral Research.
Η οστεοπόρωση και τα καρδιαγγειακά νοσήματα μοιράζονται έναν αριθμό παραγόντων κινδύνου, όπως η ηλικία, το κάπνισμα και ο καθιστικός τρόπος ζωής.
Η νέα έρευνα καταδεικνύει, όμως, πως μπορεί να υφίστανται και άλλες συσχετίσεις πέραν των κοινών παραγόντων κινδύνου, γεγονός που έρχεται να υποδηλώσει ότι ίσως υπάρχουν βιολογικές δίοδοι που συνδέουν την υγεία των οστών και της καρδιάς, και η διερεύνησή τους δύναται να θέσει στόχους για νέες φαρμακευτικές θεραπείες.
Ωστόσο, οι τρέχουσες ερευνητικές μελέτες στερούνται αντικειμενικής μέτρησης της υγείας των οστών και της καρδιάς και είναι συχνά περιορισμένες σε μικρό δείγμα ατόμων και σχετικά σύντομα χρονικά διαστήματα.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι η χαμηλότερη οστική πυκνότητα συνδέεται με μεγαλύτερη αρτηριακή δυσκαμψία (ένδειξη κακής καρδιαγγειακής υγείας) τόσο στους άνδρες, όσο και στις γυναίκες. Διαπίστωσαν επίσης ότι τα άτομα με κακή υγεία των οστών είχαν αυξημένο κίνδυνο θανάτου από στεφανιαία νόσο.
Αυτές οι συσχετίσεις δεν εξηγούνται από τους κοινούς παράγοντες κινδύνου ή τους βασικούς παράγοντες καρδιαγγειακού κινδύνου.
Ενδιαφέρον είναι, επίσης, το γεγονός ότι οι ειδικοί διαπίστωσαν πως οι μηχανισμοί που διέπουν τη σχέση οστών-καρδιάς εμφανίστηκαν διαφορετικοί σε άνδρες και γυναίκες.
«Η μελέτη μας καταδεικνύει σαφείς συσχετίσεις μεταξύ της οστεοπόρωσης και της καρδιαγγειακής υγείας. Η υποκείμενη παθοφυσιολογία του άξονα οστών-καρδιάς είναι πολύπλοκη και πολύπλευρη και πιθανότατα διαφοροποιείται σε άνδρες και γυναίκες» επισημαίνει η ερευνήτρια Δρ Zahra Raisi-Estabragh, επικεφαλής της μελέτης και συνεργάτις του Πανεπιστημίου Queen Mary του Λονδίνου.
Από πλευράς του, ο επιβλέπων της μελέτης, Nick Harvey, καθηγητής Ρευματολογίας και Κλινικής Επιδημιολογίας στο Ιατρικό Συμβούλιων Ερευνών του Σαουθάμπτον, εξηγεί πως ο όγκος των πληροφοριών στο μητρώο UK Biobank επέτρεψε τη διεξαγωγή μίας εξαιρετικά λεπτομερούς ανάλυσης των περίπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ μυοσκελετικής και καρδιαγγειακής υγείας, βοηθώντας στην αποτύπωση ενός πιθανού υποκείμενου μηχανισμού και νέων προσεγγίσεων στην κλινική εκτίμηση κινδύνου.
Και ο έτερος επιβλέπων, καθηγητής καρδιολογίας στο Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου Steffen Petersen, συνοψίζει σχολιάζοντας πως «ενισχύοντας την κατανόησή μας για νέους καθοριστικούς παράγοντες της καρδιαγγειακής νόσου, όπως ο άξονας οστών-καρδιάς, αποτελεί κλειδί για τη βελτίωση των στρατηγικών πρόληψης και θεραπείας και για τη βελτίωση της υγείας του πληθυσμού».
Διαβάστε επίσης
Οστεοπόρωση: Οι 4 «σωματοφύλακες» για την καλή υγεία των οστών μας
Οστεοπόρωση: Τρεις κινήσεις που την κρατούν μακριά
Στεφανιαία νόσος: Το Νο1 πλάνο διατροφής που θωρακίζει την καρδιά – Τι περιλαμβάνει