Πριν από δεκαπέντε χρόνια, μελέτη σε ευρύ πληθυσμιακό δείγμα από τη Δανία, συμπέραινε πως τα βρέφη που γεννήθηκαν με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή διέτρεχαν υψηλό κίνδυνο εγκεφαλικής παράλυσης. Μολονότι ο απόλυτος κίνδυνος ήταν μικρός, μελέτες της εποχής που παρουσίαζαν την εγκεφαλική παράλυση ως τον μεγαλύτερο γενετικό κίνδυνο της εξωσωματικής γονιμοποίησης για την ανάπτυξη του βρέφους, επισκίαζε τη μέθοδο υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Η εξήγηση των επιστημόνων είναι ότι νεογνά που γεννιούνται μετά από εξωσωματική γονιμοποίηση έχουν αυξημένο κίνδυνο εγκεφαλικής παράλυσης  λόγω αυξημένου ποσοστού πολλαπλών κυήσεων, χαμηλού βάρους γέννησης και προωρότητας.

Νέα μελέτη πληθυσμού μεγάλης κλίμακας, χρησιμοποιώντας στοιχεία από ξεχωριστές ομάδες τοκετών στη Δανία, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, διαπίστωσε ότι ο κίνδυνος εγκεφαλικής παράλυσης για τα παιδιά που συνελήφθησαν με εξωσωματική γονιμοποίηση, έχει μειωθεί περισσότερο από 50% τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Σύμφωνα με τους ερευνητές, στη μείωση αυτή έχει συμβάλει ο περιορισμός των δίδυμων κυήσεων με εξωσωματική γονιμοποίηση. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν από τη Δρ. Anne Lærke Spangmose του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Rigshospitalet της Κοπεγχάγης στο ετήσιο διαδικτυακό συνέδριο του ESHRE.

Η μελέτη συμπεριέλαβε τρεις κατά έθνος ομάδες γεννήσεων από εξωσωματική γονιμοποίηση που αντιστοιχούσαν σε ένα σύνολο συνολικά 111.844 παιδιών (πρώτη ομάδα από το διάστημα 1990 – 2010 στη Δανία, η δεύτερη για το διάστημα 1990-2010 από τη Φινλανδία και η τρίτη από τη Σουηδία για το διάστημα 1990 – 2014). Έπειτα, οι τρεις ομάδες διαχωρίστηκαν σε υποομάδες βάσει χρονολογιών: 1990-1993, 1994-1998, 1999-2002, 2003-2006, 2007-2010 και 2011-2014. Οι ερευνητές παρακολούθησαν τα αρχεία αυτών των παιδιών από τα εθνικά συστήματα υγείας μέχρι το 2014 για τη Δανία και τη Φινλανδία και μέχρι το 2018 για τη Σουηδία, και έπειτα τα συνέκριναν με το ιστορικό υγείας πέντε σχεδόν εκατομμυρίων παιδιών που είχαν συλληφθεί φυσικά.

Όπως έδειξαν τα αποτελέσματα, ο κίνδυνος εγκεφαλικής παράλυσης ήταν ακόμη εμφανής, αλλά ο συνολικός επιπολασμός παρουσίασε μια συστηματική μείωση στη διάρκεια των έξι χρονικών περιόδων, από 12,5 περιπτώσεις ανά 1000 ζώντα βρέφη που γεννήθηκαν το διάστημα 1990-1993 σε 3,4 (ανά 1000 γεννήσεις) για το 2011-2014. Αντίθετα, ο επιπολασμός στα βρέφη φυσικών συλλήψεων έδειξε ισχνή μείωση – από 4,3 σε 2,1 ανά 1000 γεννήσεις.

Αξιοσημείωτη κρίνεται η διαφορά ανάμεσα στις μονότοκες και δίδυμες κυήσεις υποβοηθούμενης αναπαραγωγής: τα ποσοστά εγκεφαλικής παράλυσης μειώθηκαν από 8,5 ανά 1000 γεννήσεις (1990-1993) σε 2,8 (2011-2014) για τις πρώτες, παρέμειναν ωστόσο σταθερά στις 10,9 περιπτώσεις για τις δεύτερες.

Τα ευρήματα που έδειξαν τη μείωση του κινδύνου για τις μονότοκες κυήσεις από υποβοηθούμενη αναπαραγωγή στα επίπεδα των φυσικά συλληφθέντων βρεφών, επισημαίνουν την ανάγκη ύπαρξης μιας εκστρατείας ενημέρωσης σε χώρες που οι υποψήφιοι γονείς επιδιώκουν πολύδυμες κυήσεις μέσω της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Όπως παρατήρησε η Δρ. Spangmose, η μείωση έως και 15% των πολύδυμων υποβοηθούμενων κυήσεων τα τελευταία τριάντα χρόνια, συντέλεσε στην παράλληλη μείωση των ποσοστών πρόωρου τοκετού (χαμηλό βάρος βρέφους), παράγοντα που πολλαπλασιάζει τον κίνδυνο εγκεφαλικής παράλυσης.

Τα παραπάνω ενισχύουν μεγάλης κλίμακας μελέτες στα μητρώα σκανδιναβικών χωρών, οι οποίες δείχνουν εξάλειψη των περιστατικών εγκεφαλικής παράλυσης μετά την εφαρμογή νομοθετημάτων που περιόρισαν την εμφύτευση κατά την φάση της εμβρυομεταφοράς στο πλαίσιο της εξωσωματικής, στο ένα έμβρυο.