«Σοκ και δέος» έχει κυριεύσει την κυβέρνηση και την ηγεσία του υπουργείου Υγείας μετά τις πρόσφατες δηλώσεις του προέδρου της Νέας Δημοκρατίας, κ. Κυριάκου Μητσοτάκη πως «ζητούμενο για τη ΝΔ είναι η Δημόσια Υγεία να είναι φθηνή και αποτελεσματική για το συμφέρον της κοινωνίας» και πως μελετάται σχέδιο για τη σύμπραξη δημοσίου με ιδιώτες στο πεδίο της υγείας, όπως π.χ. στην αγορά μηχανημάτων ή υπηρεσιών ή στη διοίκηση μονάδων υγείας.
«Ακραίο, ωμό και κυνικό αφήγημα», χαρακτήρισε ο υπουργός Υγείας, κ. Ανδρέας Ξανθός το πρόγραμμα της ΝΔ, άξονες του οποίου ανέλυσε ο αρχηγός της, ενώ η παρέμβαση του αναπληρωτή υπουργού Υγείας, κ. Παύλου Πολάκη από τη Βουλή ήταν ακόμη πιο επιθετική, αφού παραλλήλισε τον κ. Μητσοτάκη με τον νομπελίστα οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν, τον «εχθρό» λόγω των νεοφιλελεύθερων απόψεών του, των αριστερών.
Η πρώτη ανάγνωση αυτής της αντιπαράθεσης οδηγεί σχετικά εύκολα στο σκηνικό πόλωσης που έχει στηθεί από την κυβέρνηση, παρασύροντας και την Αξιωματική Αντιπολίτευση, και στον διχαστικό λόγο που εντείνεται συνεχώς ενόψει και των εκλογών. «Το δημόσιο δεν είναι κατ’ ανάγκην κρατικό. Εμένα με ενδιαφέρει η Υγεία να είναι δημόσια», ανέφερε μεταξύ άλλων ο κ. Μητσοτάκης. Ωστόσο, στο Μέγαρο Μαξίμου «άκουσαν» πως ο κ. Μητσοτάκης «ομολόγησε χωρίς περιστροφές πως θέλει την κατάργηση της δημόσιας Υγείας».
Σε ό,τι αφορά την ουσία της αντιπαράθεσης, τα έργα και οι ημέρες της κυβέρνησης δείχνουν ότι η περίφημη σύμπραξη εφαρμόζεται μεν, αποκηρύσσεται δε. Γιατί την ίδια στιγμή, που η ηγεσία της Αριστοτέλους αρνείται ακόμη και να βάλει στον δημόσιο λόγο τον όρο της σύμπραξης ιδιωτικού- δημοσίου στην υγεία, είναι εκείνη που έβαλε την υπογραφή της στη λειτουργία του νοσοκομείου Σαντορίνης με αυτό ακριβώς το πλαίσιο.
Το μοντέλο της σύμπραξης στο νοσοκομείο Σαντορίνης
Την ευθύνη λειτουργίας και διαχείρισης του νοσοκομείου, που εγκαινιάστηκε τον Ιούλιο του 2016, έχει η ΔΕΚΟ του υπουργείου Υγείας, η Ανώνυμη Εταιρία Μονάδων Υγείας ΑΕ (ΑΕΜΥ ΑΕ), η οποία μάλιστα υπογραμμίζει στην ιστοσελίδα της ότι το Γενικό Νοσοκομείο Θήρας είναι το εγχείρημά της στο πεδίο της δευτεροβάθμιας περίθαλψης -στην πρωτοβάθμια διαχειρίζεται άλλες δυο δομές υγείας, την Πολυκλινική του Ολυμπιακού χωριού και το Κέντρο Αποκατάστασης και Αποθεραπείας Κερατέας. Η ΑΕΜΥ ΑΕ είναι εκείνη που προκηρύσσει τις θέσεις εργασίας και προσλαμβάνει το προσωπικό, γιατρούς, νοσηλευτές και λοιπών ειδικοτήτων εργαζόμενους, με συμβάσεις ορισμένου χρόνου για το νοσοκομείο Σαντορίνης.
Αξίζει να σημειωθεί πως στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν των γιατρών επικεφαλής της Αριστοτέλους, όταν αυτοί ανήκαν στην αριστερή αντιπολίτευση το μότο για το νοσοκομείο ήταν «όχι στην ιδιωτικοποίηση, όχι στη λειτουργία υπό την ΑΕΜΥ ΑΕ». Πλέον η Αριστοτέλους και η κυβέρνηση αντιμετωπίζουν τουλάχιστον ως «εχθρό» οποιονδήποτε ασκήσει κριτική για τον τρόπο λειτουργίας του νοσοκομείου, υπεραμυνόμενοι της επιλογής τους και αρνούμενοι αιτιάσεις κυρίως από τους συνδικαλιστές της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Εργαζομένων Δημόσιων Νοσοκομείων (ΠΟΕΔΗΝ) σχετικά με προβλήματα που ανακύπτουν σε αυτό, λόγω της έλλειψης προσωπικού.
Κι αν το νοσοκομείο Θήρας αποτελεί μεμονωμένο «εγχείρημα της ΑΕΜΥ», ευλόγως διερωτάται κάποιος πώς ακριβώς χαρακτηρίζεται από την κυβέρνηση η λειτουργία του ΕΟΠΥΥ με τους χιλιάδες ιδιώτες παρόχους που καλύπτουν το 95% των ασφαλισμένων του Οργανισμού; «Τόσο η λειτουργία του πάλαι ποτέ ΙΚΑ όσο και αυτή τώρα του ΕΟΠΥΥ βασίζεται ακριβώς σε αυτό το μοντέλο σύμπραξης δημοσίου-ιδιωτικού τομέα. Μάλιστα, τώρα ο ΕΟΠΥΥ αγοράζει υπηρεσίες υγείας για τους ασφαλισμένους του κατά πράξη και περίπτωση. Θα μπορούσε να αγοράζει το σύνολο των υπηρεσιών υγείας για τους ασφαλισμένους του. Το παράδειγμα με το μηχάνημα ιδιώτη μέσα σε δημόσιο νοσοκομείο που αναφέρθηκε από τον κ. Μητσοτάκη αυτό ακριβώς δείχνει, ότι θα μπορούσε να ακολουθηθεί ένα μοντέλο συνεργασίας για την καλύτερη εξυπηρέτηση των ασφαλισμένων και τη μικρότερη δαπάνη για τον Οργανισμό ή τη δημόσια δομή. Δεν αποκλείεται να είναι πιο συμφέρουσα λύση για μια δημόσια μονάδα υγείας να αγοράζει υπηρεσίες αντί να αγοράζει μηχανήματα, αυτό κατά περίπτωση μπορεί να μελετηθεί και να αποδειχθεί», λέει στο «ΘΕΜΑ» ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας, κ. Γιάννης Κυριόπουλος.
Αγκυλώσεις πολιτικές για ένα θέμα αμιγώς διαχειριστικό
Ο ίδιος, ως ειδικός και ως πολίτης, παρακολουθεί με ενδιαφέρον τους σχετικούς διαξιφισμούς κυβέρνησης και αντιπολίτευσης για την υγεία, χαρακτηρίζοντάς τους ως «στείρα πολιτική αντιπαράθεση». «Η σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα είναι ένα θέμα που έχει χαρακτήρα διαχειριστικό και όχι πολιτικό-ιδεολογικό. Το να αγοράσει κάποια δημόσια δομή υπηρεσίες υγείας εφόσον κοστίζουν φθηνότερα σε σχέση με την αγορά π.χ. ενός ιατρικού μηχανήματος, δεν αποτελεί καν θέμα προς συζήτηση σε άλλα κράτη. Από τις ΗΠΑ ως την Κίνα υιοθετούνται ανάλογες πρακτικές. Εδώ δεν γίνεται διότι υπάρχουν αγκυλώσεις. Ένα μέρος του πολιτικού χώρου υιοθετεί διαφορετική στάση και αγνοεί τις εξελίξεις επικαλούμενο πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις» λέει ο κ. Κυριόπουλος.
Στο ίδιο μήκος κύματος βρίσκεται και ο αναπληρωτής Καθηγητής Πολιτικής Υγείας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, κ. Κυριάκος Σουλιώτης. «Είναι προφανές ότι ούτε καθετί ιδιωτικό είναι άριστο ούτε κάθε δημόσιο είναι αναποτελεσματικό. Δεν πρέπει να δαιμονοποιείται το ιδιωτικό ούτε και το δημόσιο. Γίνεται προφανές πως στη χώρα μας δεν υπάρχει πλαίσιο που να διασφαλίζει τη σωστή λειτουργία είτε του ιδιωτικού τομέα, είτε του δημοσίου στην υγεία. Στο πεδίο της υγείας το κριτήριο δεν (πρέπει να) είναι ούτε ο δημόσιος ούτε ο ιδιωτικός χαρακτήρας. Πρέπει να είναι η ποιότητα των υπηρεσιών υγείας, εφόσον μπορεί να παρέχονται στο μέγιστο δυνατό αριθμό πολιτών, με το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα και το μικρότερο δυνατό κόστος για το σύστημα», αναφέρει ο κ. Σουλιώτης. Και συνεχίζει: «Αν ο πολίτης μπορεί να λάβει ποιοτικές υπηρεσίες υγείας από έναν ιδιώτη πάροχο, καλώς να τις λάβει. Υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι το κράτος έχει θέσει το πλαίσιο για αυτό, έχει ελέγξει τον ιδιώτη, έχει φροντίσει για το μέγιστο καλό αποτέλεσμα με το μικρότερο δυνατό κόστος. Στην τελική, αυτό που δεν πρέπει να ξεχνούν οι κυβερνώντες είναι πως οι πολίτες πληρώνουν, πως οι πολίτες χρηματοδοτούν με τις εισφορές τους και τους φόρους τους, το σύστημα υγείας. Ουδείς απορρίπτει το “ιερό”, κοινωνικό κράτος που αποτελεί μια μεγάλη κατάκτηση και των Ελλήνων, αλλά σήμερα γνωρίζουμε καλά πως το “μείγμα” των υπηρεσιών υγείας μπορεί να περιέχει υπηρεσίες και του δημοσίου και του ιδιωτικού πεδίου».
Ο κ. Σουλιώτης, μάλιστα, αναφέρει ως παράδειγμα συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα τα φαρμακεία: «Τα 11.000 φαρμακεία δεν αποτελούν ιδιωτικές επιχειρήσεις που εξυπηρετούν τη δημόσια φαρμακευτική περίθαλψη; Αυτό που θα έπρεπε να συζητείται είναι πως θα μπουν αυστηροί κανόνες και πλαίσιο στο σύστημα υγείας. Ο αλγόριθμος της αποζημίωσης πρέπει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε δείκτες ποιότητας και αξιολόγησης των υπηρεσιών υγείας. Διαφορετικά, συνεχίζεται μια συζήτηση παρωχημένη, προβάλλεται ένας φετιχισμός είτε του δημόσιου είτε του ιδιωτικού».
Και οι δύο ειδικοί θεωρούν προσχηματική την συζήτηση που έχει ανοίξει για τη σύμπραξη δημοσίου-ιδιωτικού τομέα στην υγεία, με δεδομένο πως η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη ιδιωτική δαπάνη για την υγεία που φτάνει τα 5 δισ. ευρώ ετησίως. Πρόκειται για ένα δεδομένο που στην κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα γενικώς αλλά ειδικώς και κυρίως λόγω της κρίσης. Είναι χαρακτηριστικό πως πιστεύουν ότι τα προβλήματα του συστήματος δημόσιας υγείας λύνονται μόνο με χρηματοδότηση και προσλήψεις προσωπικού -και δεν είναι τυχαίο που η πολιτική τους εξαντλείται σε αυτά ακριβώς τα δύο σημεία. Επιμένουν ότι υπάρχουν πλεονάσματα και μιλούν για 19.000 προσλήψεις στο διάστημα της διακυβέρνησής τους. Όμως η διοίκηση και διαχείριση των πόρων του συστήματος γίνεται χωρίς τεκμηρίωση και ορθολογισμό και η πολιτική υγείας δεν περιλαμβάνει μετρήσιμους στόχους στους οποίους υπάρχει «αλλεργία» στην Αριστοτέλους και δεν κρύβεται.
Η περίπτωση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ) είναι χαρακτηριστική. Παρά το γεγονός ότι ουσιαστικά ΠΦΥ παρέχεται κυρίως στον ιδιωτικό τομέα με τον οποίο είναι συμβεβλημένος ο ΕΟΠΥΥ, το υπουργείο Υγείας συνεχίζει να «βλέπει» ως μεταρρύθμιση τις Τοπικές Μονάδες Υγείας (από τις 239 λειτουργούν οι μισές, έχοντας βγει εκτός κάθε σχεδιασμού και χρονοδιαγράμματος) και τους οικογενειακούς γιατρούς (βρίσκονται μέσα στο σύστημα περίπου 1.100 αντί των 4.000 που απαιτούνταν). Οι μετρήσεις για την Ελλάδα και το σύστημα υγείας επιβεβαιώνουν τις χρόνιες επιπλοκές -τις οποίες βιώνουν και οι πολίτες ως χρήστες- του συστήματος υγείας: πρόσφατη ευρωπαϊκή έρευνα, από τον φορέα Future Proofing HealthCare, κατατάσσει την Ελλάδα στη 18η θέση, από τις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με βαθμολογία 50/100 έναντι 55 που είναι η μέση βαθμολογία στην ΕΕ.
Ποιος είναι κατάλληλος διοικητής ενός νοσοκομείου;
Η σύμπραξη στη διοίκηση μονάδων υγείας σε πιλοτικό επίπεδο είναι μια άλλη πρόταση της ΝΔ, όπως διατυπώθηκε από τον κ. Μητσοτάκη: «Δεν θα είχα καμία αντίρρηση να δοκιμάσουμε σε ένα μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας να διοικηθεί σε σύμπραξη με τον ιδιωτικό τομέα», ανέφερε την περασμένη εβδομάδα μιλώντας για το πρόγραμμά του. Δεσμεύτηκε επίσης για την αντιμετώπιση μιας χρόνιας πληγής στα νοσοκομεία: για την τοποθέτηση διοικητών κατόπιν αξιολόγησης και ανοικτών διαδικασιών, όχι με τοποθετήσεις «κολλητών και ημετέρων». Οι κομματικά ελεγχόμενοι διοικητές σε όλα τα νοσοκομεία, ιδρύματα και φορείς που εποπτεύει το υπουργείο Υγείας είναι μια σαφής επιλογή της νυν ηγεσίας, την οποία άλλωστε ποτέ δεν έκρυψε – αντίθετα την αιτιολογούσε ως επιβεβλημένη προκειμένου να “ηθικοποιηθεί το σύστημα”. Το ότι στην Ελλάδα γίνεται συζήτηση ακόμη για το αν διοικητές πρέπει ή όχι να προέρχονται από κομματική δεξαμενή αποτελεί επίσης παθογένεια για τους ειδικούς, οικονομολόγους της υγείας. Η Ελληνική Εταιρεία Management υπηρεσιών υγείας (ΕΕΜΥΥ) η οποία παρακολουθεί αυτή την παθογένεια άλλοτε να γιγαντώνεται και άλλοτε να περιορίζεται, έχει επισημάνει τις δύο λύσεις: διοικητές χωρίς κομματική ταυτότητα και δημόσια νοσοκομεία που να λειτουργούν ως δημόσιες επιχειρήσεις. «Αυτό που χρειάζεται τώρα το σύστημα δεν είναι μάνατζμεντ από ιδιώτες ή σε συνδιοίκηση. Το επείγον είναι να αλλάξει ο τρόπος διοίκησης στο ΕΣΥ», επισημαίνει ο κ. Κυριόπουλος.