Ο ΕΟΠΥΥ έχει τη δυνατότητα να καταλογίσει σε κάθε εταιρεία το οφειλόμενο ποσό και στη συνέχεια να το συμψηφίσει, στο πλαίσιο μάλιστα της ρύθμισης των 120 δόσεων, με τρέχουσες υποχρεώσεις, σύμφωνα με το υπουργείο Υγείας και «με αυτό τον τρόπο ρυθμίζουμε ότι αυτή η οφειλή δεν θα παραμείνει παραγεγραμμένη, προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον και εξασφαλίζεται η εισπραξιμότητα», δήλωσε ο υπουργός Υγείας, Ανδρέας Ξανθός, αναφορικά με την τροπολογία που κατατέθηκε για τα 241 εκατ. ευρώ που φέρονται να χρωστούν από παρελθόντα έτη οι φαρμακευτικές εταιρείες στα ασφαλιστικά ταμεία.

Ο υπουργός Υγείας εισηγήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής τροπολογία βάσει της οποίας υποχρεούνται οι φαρμακευτικές εταιρείες να καταβάλλουν προς τα ασφαλιστικά ταμεία το οφειλόμενο ποσό των 241 εκατ. ευρώ από το rebate για την τριετία 2006, 2007 και 2008.

Ο κ. Ξανθός υποστήριξε πως από τους ελέγχους του Σώματος Επιθεωρητών Δημόσιας Διοίκησης διαπιστώθηκε ότι δεν καταβλήθηκε για τη συγκεκριμένη τριετία από τις φαρμακευτικές εταιρείες στους ασφαλιστικούς οργανισμούς το ποσοστό του 4% επί των εισπράξεων που είχαν από τα ασφαλιστικά ταμεία το ΙΚΑ και τον ΟΠΑΔ οι φαρμακευτικές εταιρείες.

«Αυτό το οποίο ρυθμίζεται σήμερα είναι ότι ο ΕΟΠΥΥ έχει τη δυνατότητα να καταλογίσει σε κάθε εταιρεία το οφειλόμενο ποσό και στη συνέχεια να το συμψηφίσει, στο πλαίσιο μάλιστα της ρύθμισης των 120 δόσεων, με τρέχουσες υποχρεώσεις. Με αυτό τον τρόπο ρυθμίζουμε ότι αυτή η οφειλή δεν θα παραμείνει παραγεγραμμένη, προστατεύεται το δημόσιο συμφέρον και εξασφαλίζεται η εισπραξιμότητα», είπε ο υπουργός Υγείας.

Και πρόσθεσε ότι, «η αλήθεια είναι ότι την περίοδο που δεν υπήρχαν μέτρα λιτότητας οι φαρμακευτικές δεν κατέβαλλαν τα οφειλόμενα ποσά. Αυτό είναι ένα σήμα ότι ήταν διάτρητο το σύστημα διαχείρισης του δημόσιου χρήματος εκείνη την περίοδο».

Να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη τροπολογία έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στον κλάδο του Φαρμάκου, με τους θεσμικούς φορείς των φαρμακευτικών εταιρειών να αποστέλλουν ήδη από χθες Δευτέρα επιστολή προς τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τους συναρμόδιους υπουργούς Υγείας, Εργασίας και Οικονομικών στην οποία αφενός ζητούν άμεσα συνάντηση και αφετέρου επισημαίνουν τους κινδύνους που απορρέουν από την υποχρηματοδότηση της Υγείας.