Το πρόβλημα της υπογεννητικότητας δεν είναι εύκολα αναστρέψιμο και τα όποια μέτρα ληφθούν άμεσα θα αποδώσουν καρπούς μετά από 20-30 χρόνια επεσήμανε ο κ. Γεώργιος Δασκαλάκης Αναπληρωτής Καθηγητής Μαιευτικής και Γυναικολογίας – Εμβρυομητρικής Ιατρικής Ε.Κ.Π.Α. και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Περιγεννητικής Ιατρικής (Ε.Ε.Π.Ι.) σε Συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε η Ελληνική Εταιρεία Περιγεννητικής Ιατρικής (Ε.Ε.Π.Ι.) με αφορμή τη διεξαγωγή Ημερίδας Ευαισθητοποίησης για την Υπογεννητικότητα με τίτλο «Ας γεννήσουμε λύσεις».
Έντονο προβληματισμό οφείλει να προκαλεί στην ελληνική κοινωνία και Πολιτεία το πρόβλημα της υπογεννητικότητας στη χώρα μας, το οποίο τείνει να λάβει ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Το ποσοστό γεννητικότητας στην Ελλάδα συγκαταλέγεται στα χαμηλότερα στην Ευρώπη, ενώ το ποσοστό των ηλικιωμένων ανθρώπων αναμένεται να αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες, με σημαντικές κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις για τη χώρα.
Από τις χώρες με προβλήματα υπογεννητικότητας στην Ευρώπη τα 2/3 εξ’αυτών έχουν αναλάβει δράσεις για τον περιορισμό και την καταπολέμηση του προβλήματος και η Ελλάδα δεν ανήκει σε αυτές σύμφωνα με τον κ. Γεώργιο Δασκαλάκη. Επεσήμανε δε ότι μέσα στα τελευταία έξι χρόνια (2013-2018) η φυσική συνολική μείωση του ελληνικού πληθυσμού ήταν της τάξεως των 164.271 ατόμων, δηλαδή «χάθηκε» μια πόλη του μεγέθους της Λάρισας.
H υπογεννητικότητα χαρακτηρίζει τις ευημερούσες δυτικές κοινωνίες, μολονότι η κουλτούρα κάθε χώρας επηρεάζει το μέγεθος της οικογένειας και σε ορισμένες περιπτώσεις, μπορεί να επιβραδύνει τους ρυθμούς μείωσης των γεννήσεων (χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Γαλλία και οι Η.Π.Α., όπου οι οικογένειες με περισσότερα από δύο παιδιά εξακολουθούν να είναι πολυάριθμες).
Όσον αφορά στην Ελλάδα ωστόσο, τα πρόσφατα στοιχεία για τη φυσική κίνηση του πληθυσμού επιτείνουν την ανησυχία για το πρόβλημα της υπογεννητικότητας και επιτάσσουν την άμεση λήψη μέτρων αντιμετώπισής του. Στην περίπτωση της χώρας μας, η πτωτική τάση της γεννητικότητας επιδεινώθηκε σημαντικά από την οικονομική κρίση και την αρνητική μετανάστευση της τελευταίας δεκαετίας, αλλά και την έλλειψη αποτελεσματικών και συνεκτικών πολιτικών αντιμετώπισης του προβλήματος.
Κατά συνέπεια, το ποσοστό γεννητικότητας (περίπου 1,35 γεννήσεις ανά γυναίκα) είναι σήμερα πολύ χαμηλό σε σχέση με το απαιτούμενο 2,1 για τη σταθεροποίηση του πληθυσμού, χωρίς να υπολογίζεται η μετανάστευση. Συγκεκριμένα τα στοιχεία στην Ελλάδα σύμφωνα με τον κ. Δασκαλάκη είναι άκρως ανησυχητικά:
•Δείκτης γονιμότητας 1,3 παιδιά, (πρέπει να γεννιούνται από κάθε γυναίκα 2,1 παιδιά)
•Η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση ήταν τα 31 έτη (ενώ το 2013 τα 30,9 έτη)
•Το 2014 οι θάνατοι παρουσίασαν αύξηση 1,7% και ανήλθαν σε 113.740, έναντι 111.794 το 2013
•Επομένως το 2014 η Ελλάδα παρουσίασε μείωση πληθυσμού: κατά 21.592 άτομα
•Ο μέσος όρος της ηλικίας των Ελλήνων σήμερα είναι τα 44 έτη, όταν το 1951 ήταν τα 26 έτη
•Η Ελλάδα είναι η πρώτη σε εκτρώσεις στην Ευρώπη και η τρίτη στον κόσμο, με περίπου 250.000 ετησίως (υπερδιπλάσιες από τις γεννήσεις)
Επιπρόσθετα, σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, το 2017 σημειώθηκε αρνητικό ρεκόρ γεννήσεων σε σχέση με τους θανάτους (90.000 γεννήσεις, οι οποίες μεταφράζονται σε μείωση 4,7% σε σχέση με το 2016).
Αίσθηση προκαλεί επίσης η παρουσίαση στοιχείων Έκθεσης της Επιστημονικής Επιτροπής για το δημογραφικό ζήτημα, η οποία προβλέπει ότι το 2035 η συρρίκνωση του πληθυσμού της Ελλάδας θα κυμαίνεται μεταξύ 4,1% και 12,4% σε σχέση με το 2015. Ακόμη χειρότερα, έως το 2050 η μείωση αυτή αναμένεται να κυμαίνεται μεταξύ 7,3% και 23,4% σε σχέση με το 2015. Παράλληλα, οι ρυθμοί γήρανσης του πληθυσμού αναμένεται να επιταχυνθούν τις επόμενες δεκαετίες, επιφέροντας πρόσθετη επιβάρυνση στην οικονομία, το ασφαλιστικό ζήτημα και το εθνικό σύστημα Υγείας, ενώ ανησυχητική κρίνεται και η αναμενόμενη αύξηση των υπερηλίκων (ατόμων ηλικίας άνω των 85 ετών).