Πριν από περίπου τρεις εβδομάδες, σε συνέντευξη Τύπου από κοινού με τον αντιπεριφερειάρχη και μια γιατρό από το γενικό νοσοκομείο της περιοχής, ο πρόεδρος του τοπικού Ιατρικού Συλλόγου επεσήμαινε ότι «η Καστοριά είναι στο κόκκινο. Αναλογικά με τον πληθυσμό, τα 6 κρούσματα είναι πολλά». Αυτά έλεγε ο κ. Λάζαρος Παπαδόπουλος -ας πούμε το αντίστοιχο του Σωτήρη Τσιόδρα για την Καστοριά- στις 12 Μαρτίου.

Tότε τα 6 κρούσματα φάνταζαν τρομακτικά μεγάλος αριθμός. Ομως οι νεκροί, όχι απλώς τα κρούσματα, στην Καστοριά έχουν φτάσει ήδη στους 9. Το γεγονός αυτό ούτε στους χειρότερους εφιάλτες του δεν θα μπορούσε να έχει φανταστεί ο κ. Παπαδόπουλος.

Ο ίδιος γνώριζε προσωπικά τον έβδομο τεθνεώτα. Ηταν 51 ετών, πρώην καρκινοπαθής, ο οποίος κέρδισε τη μάχη για τη ζωή του κατόπιν μεταμόσχευσης μυελού των οστών. Δυστυχώς, όμως, η τόσο επίπονη επιβίωσή του είχε ημερομηνία λήξης, όπως τόσο τραγικά αποδείχθηκε. Ο νεκρός είχε τέσσερα παιδιά με τη δεύτερη σύζυγό του, καθώς η πρώτη είχε πεθάνει πολύ νέα από επιπλοκές κατά τη διάρκεια τοκετού.

Παρ’ όλα αυτά, τα μείζονα και πιεστικά ερωτήματα στην παρούσα φάση είναι το πώς ο 51χρονος Καστοριανός μολύνθηκε από τον ιό και σε ποιους ενδεχομένως έχει μεταδώσει, άθελά του, το φονικό μικρόβιο.

Ηλικιωμένοι και συνταξιούχοι είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι κάτοικοι του χωριού Δραγασιά που έχει τεθεί σε καραντίνα

Το γιατί θα έπρεπε να είναι αυτός, ο συγκεκριμένος άνθρωπος, που νόσησε και εντέλει απεβίωσε ενώ ήταν ήδη χτυπημένος τόσο άγρια από τη μοίρα, επί του παρόντος αντιμετωπίζεται ως δευτερεύον ζήτημα. Μέσα στην παρανοϊκή έξαρση της πανδημίας τα οικογενειακά και προσωπικά δράματα των θυμάτων απλώς προστίθενται στη γενική αγωνία και τη διάχυτη θλίψη. Ούτως ή άλλως η τραγωδία στην περιοχή της Καστοριάς δεν έχει τέλος. Στις 21 Μαρτίου μια γυναίκα μόλις 41 ετών, τρίτεκνη μητέρα, εξέπνευσε στο σπίτι της. Ηταν ασθματική, αλλά το ότι έπασχε από τη νόσο του COVID-19 πιστοποιήθηκε εκ των υστέρων, με τη νεκροψία. Κηδεύτηκε παρουσία μόνο της μητέρας της.

Στην απομακρυσμένη Δραγασιά, ένα από τα δύο χωριά που έγιναν γνωστά σε όλη την Ελλάδα για τους χειρότερους δυνατούς λόγους, ένας νέος άνθρωπος έζησε σε καραντίνα μέσα στην καραντίνα: η σύζυγός του είναι στον 8ο μήνα της κύησης για το πρώτο παιδί τους. Ο απομονωμένος άντρας της έχει πληγεί πολλαπλά από τον κορωνοϊό: δεν πλησιάζει την έγκυο σύζυγό του επειδή νοσεί -ελαφρά- ο ίδιος. Προηγουμένως, όμως, σχεδόν όλη του η οικογένεια νοσούσε.

Ο 64χρονος πατέρας και ο 90 ετών παππούς του πέθαναν μόνοι, μακριά από τους δικούς τους ανθρώπους, στα νοσοκομεία αναφοράς όπου διακομίστηκαν και διασωληνώθηκαν. Η 60χρονη μητέρα του αρρώστησε κι αυτή. Χρειάστηκε να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο της Πτολεμαΐδας, απ’ όπου και πήρε εξιτήριο ύστερα από μερικές ημέρες, εφόσον ο οργανισμός της άντεξε και αντεπεξήλθε, παρά τα επικίνδυνα συμπτώματα. Ούτε σε αυτήν, όμως, ούτε στον γιο της ή σε οποιονδήποτε άλλο συγγενή, συγχωριανό ή φίλο επετράπη η παρουσία στην κηδεία των αγαπημένων τους.

Ο κορωνοϊός έπαιξε το βρόμικο και σαδιστικό παιχνίδι του εις βάρος και ενός άλλου από τους νεκρούς της Καστοριάς: ο 53χρονος αιμολήπτης του νοσοκομείου της πόλης αναδείχθηκε σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα περιστατικά κορωνοϊού στην Ελλάδα. Κι αυτό όχι μόνο επειδή ήταν το πρώτο θανατηφόρο κρούσμα από την περιοχή, αλλά επίσης λόγω της επαγγελματικής του ιδιότητας, καθώς και της σχετικά μικρής ηλικίας του. Ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος ήταν κάτοικος Σιάτιστας, έχασε την 81χρονη μητέρα του ενώ νοσηλευόταν ο ίδιος σε κρίσιμη κατάσταση. Αφότου απεβίωσε εκείνος, νόσησε σοβαρά και ο αδελφός του.

Η πανδημία φαίνεται πως έχει βαλθεί να αφανίσει εκ των έσω την Καστοριά και τη γύρω περιοχή, χτυπώντας αδιακρίτως άτομα κάθε ηλικίας, με ή χωρίς υποκείμενα νοσήματα. Αλλά γιατί να συμβαίνει αυτό ειδικά σε αυτό το σημείο της Ελλάδας; Η διαδικασία της ιχνηλασίας δεν έχει υποδείξει μετά βεβαιότητος, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, την αρχική πηγή του κακού. Ο κορωνοϊός απλώς συνεχίζει το θανατερό του δρομολόγιο, χτυπώντας με απρόβλεπτα κρούσματα την πόλη της Καστοριάς και τα γύρω χωριά.

Ατύπως, αλλά πολύ εύλογα, ως ο Νο 1 ύποπτος για την εισαγωγή του κορωνοϊού στην περιοχή υποδεικνύεται το ταξίδι περίπου 100 Καστοριανών γουνοποιών στη Βόρεια Ιταλία. Σκοπός της ομαδικής εξόρμησης των εν λόγω επιχειρηματιών ήταν η επίσκεψη (και για κάποιους η συμμετοχή με περίπτερα κ.λπ.) στη μεγάλη Διεθνή Εκθεση Γουναρικών και Δερματίνων Ειδών Mifur 2020. Η καστοριανή παρουσία στο Μιλάνο αριθμούσε συνολικά περί τα 350 άτομα, τα οποία και επέστρεψαν στην πόλη στις 24 Φεβρουαρίου.

Αμέσως με την επάνοδό τους στην Καστοριά, εκπρόσωποι των γουνοποιών εμφανίζονταν σε τοπικά και μη ΜΜΕ έκπληκτοι για την «υπερβολική», όπως τη θεωρούσαν, ανησυχία των οικείων τους. Διηγούνταν επίσης ότι ούτε στο Μιλάνο ούτε σε οποιοδήποτε άλλο αεροδρόμιο γίνονταν έλεγχοι για τον κορωνοϊό. Εντούτοις, εκείνες τις ημέρες οι ειδήσεις για την ταχεία εξάπλωση της νόσου COVID-19, με θανατηφόρα κρούσματα στη Βόρεια Ιταλία, είχαν ήδη αρχίσει να συγκλονίζουν την κοινή γνώμη στην Ευρώπη και τον κόσμο. Αντιθέτως, οι Καστοριανοί γουνοποιοί δεν έδειχναν κανένα σημείο ανησυχίας.

Παρόλο που στις 26 Φεβρουαρίου έγινε γνωστό ότι εντοπίστηκε το πρώτο κρούσμα κορωνοϊού στην Ελλάδα με την 38χρονη γυναίκα, η οποία και νοσηλεύτηκε. Εντελώς ανεπηρέαστοι και προσηλωμένοι στα επιχειρηματικά τους ενδιαφέροντα, οι γουνοποιοί διαβεβαίωναν κάθε ενδιαφερόμενο ότι «εν όψει της διοργάνωσης της 45ης Διεθνούς Εκθεσης Γούνας Καστοριάς στο χρονικό διάστημα από 7 έως 10 Μαΐου ενημερώνουμε ότι δεν τίθεται ζήτημα αναβολής της Εκθεσης, λαμβάνοντας υπόψη τις τρέχουσες οδηγίες που έχει εκδώσει το υπουργείο Υγείας και ο ΕΟΔΥ».

Αυτά αναγράφονταν στο ανακοινωθέν που δημοσιοποιήθηκε στις 10 Μαρτίου. Μόλις 5 ημέρες αργότερα η Καστοριά θρηνούσε τον πρώτο νεκρό από τον COVID-19. Χρειάστηκαν άλλες 4 ημέρες, στις 19/3, πριν ανακοινωθεί η αναβολή της 45ης Διεθνούς Εκθεσης Γούνας Καστοριάς.

Την ίδια στιγμή, στο νοσοκομείο της πόλης ο κορωνοϊός είχε ήδη προκαλέσει γενική παράλυση, διαχέοντας τον τρόμο παντού – εκτός ίσως από τη συντεχνία των γουνοποιών. Μετά τον θάνατο του 53χρονου που εργαζόταν στο μικροβιολογικό τμήμα και έκανε αιμοληψίες κυκλοφορώντας κανονικά ανάμεσα σε ασθενείς και συναδέλφους, το ίδιο το νοσοκομείο έγινε ένας επικίνδυνος φορέας, μια εστία διασποράς της θανατηφόρου μόλυνσης. Γιατροί εντός και εκτός νοσοκομείου, φορείς της Αυτοδιοίκησης κ.ά. απηύθυναν απεγνωσμένες εκκλήσεις για διακοπή λειτουργίας και απολύμανση των χώρων. Οι νοσούντες εργαζόμενοι πολλαπλασιάζονταν μέρα με την ημέρα.

Πώς ήταν δυνατόν τα περισσότερα κρούσματα στην περιοχή της Καστοριάς να βρίσκονταν ήδη μέσα στο νοσοκομείο; Και ποια σχέση θα μπορούσε να έχει με αυτή την τραγική και παράλογη κατάσταση η άνεση με την οποία συμπεριφέρονταν οι γουνοποιοί μετά από το ταξίδι τους στο επίκεντρο της επιδημίας; Ουδείς μπορεί να γνωρίζει ακριβώς. Η διερεύνηση του τι πραγματικά συνέβη στην Καστοριά από το τέλος Φεβρουαρίου και μετά προσέκρουσε σε δύο εμπόδια: αφενός στον υπερβολικό φόρτο των αρμόδιων αρχών με την αντιμετώπιση των κατεπειγουσών αναγκών, αφετέρου στην απροθυμία της τοπικής κοινωνίας -κυρίως στην αρχική φάση εμφάνισης των κρουσμάτων- να αναλάβει τυχόν ευθύνες.

Λέγεται ότι όταν ο Σωτήρης Τσιόδρας ζήτησε αναλυτική αναφορά για το πως εξερράγη η νόσος στην Καστοριά, οι απαντήσεις που έλαβε ήταν, στην καλύτερη περίπτωση, ασαφείς και συγκεχυμένες. Και απερίφραστα παραπλανητικές στη χειρότερη.

Η λάθος εκδρομή

Η σύνδεση των γουνοποιών με τον κορωνοϊό θα ήταν γι’ αυτούς η χειρότερη δυνατή δυσφήμηση, μια κανονική συνταγή καταστροφής. Υπ’ αυτό το πρίσμα, κάθε προσπάθεια να περιοριστεί η τεράστια και πολύπλευρη ζημιά είναι αναμενόμενη. Οι επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνται στον συγκεκριμένο τομέα σε γενικές γραμμές απαρτίζουν την ελίτ της τοπικής κοινωνίας. Παρά την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του τζίρου και τα πολλαπλά και βαριά πλήγματα που έχει δεχθεί την τελευταία δεκαετία, η παραγωγή και εμπορία προϊόντων γούνας παραμένει ο πιο ισχυρός πλουτοπαραγωγικός πόρος για την Καστοριά και τη γειτονική Σιάτιστα.

Υπάρχουν αξιόπιστες μαρτυρίες ότι άτομα που επέστρεψαν από το Μιλάνο αρχικά προσπάθησαν να αποδώσουν αδιαθεσίες και λοιπά συμπτώματα σε άλλου τύπου ιώσεις και επ’ ουδενί στον κορωνοϊό. Σε δεύτερη φάση αποτάθηκαν σε ιδιώτες γιατρούς. Πιθανώς το φαινόμενο της επιβολής καραντίνας σε ιδιωτικά ιατρεία της Καστοριάς να μην είναι άσχετο με τις επιλογές των ασθενών οι οποίοι κατέφυγαν σε αυτά.

Ταυτόχρονα, όμως, και ενδεχομένως επικουρικά στον ιό που εν αγνοία τους έφεραν οι γουναράδες από την Ιταλία, ως ύποπτη φέρεται και μια σχολική εκδρομή, την ίδια περίοδο, στην ίδια χώρα. Το Γενικό Λύκειο Αργους Ορεστικού, με τη συμμετοχή 62 μαθητών και 5 συνοδών καθηγητών, πραγματοποιούσε 6ήμερη μίνι περιοδεία στη Φλωρεντία, στη Βενετία και τη Ρώμη. Στις 25 Φεβρουαρίου τα παιδιά και οι δάσκαλοί τους γύρισαν πίσω ασφαλείς και υγιείς – όπως μετ’ επιτάσεως ισχυρίζονταν στα ΜΜΕ ορισμένοι από τους γονείς. Ενας εκ των οποίων είχε πει χαρακτηριστικά: «Στοχοποίησαν τα παιδιά μας που βρέθηκαν στην Ιταλία πολύ πριν ξεσπάσει το θέμα με τον κορωνοϊό στη χώρα.

Στιγμιότυπο από την περσινή διεθνή έκθεση γουναρικών και δερματίνων ειδών στο Μιλάνο όπου ταξίδεψαν οι γουνοποιοί της Καστοριάς

Τα παιδιά μας δεν επισκέφτηκαν περιοχές όπου παρουσιάστηκαν κρούσματα. Για τους γουναράδες, όμως, ρωτήσατε πού ήταν και αν υπάρχει πιθανότητα μόλυνσης; Εγώ είμαι γουνοποιός και σας έχω είδηση: οδηγός μεγάλης γουνοποιητικής εταιρείας που έχει εκθετήριο και εργοστάσιο στην Καστοριά έχει κρατηθεί νοσηλευόμενος σε υγειονομικό φορέα της Ιταλίας λόγω κορωνοϊού. Αυτά δεν τα λέτε, ούτε οι φορείς των γουναράδων μιλάνε».

Χωριά σε καραντίνα

Τις Απόκριες η Καστοριά αποτελεί παραδοσιακά πόλο έλξης για χιλιάδες επισκέπτες. Και μολονότι υπήρξε απαγόρευση των καρναβαλικών εκδηλώσεων σε όλη τη χώρα, υπήρξαν εκατοντάδες άνθρωποι που δεν θέλησαν να αλλάξουν τις συνήθειές τους και συνέρρευσαν στην πόλη. Ο κορωνοϊός ευημερεί κατεξοχήν στον συνωστισμό – αν και επί της ουσίας είναι αδύνατον να εξαχθεί κάποιο ασφαλές συμπέρασμα για το πώς συνέβαλαν οι αποκριάτικες συναθροίσεις στην εκρηκτική εξάπλωση της νόσου.

Αντιθέτως, είναι πολύ πιο σαφές το τι συνέβη με τον κορωνοϊό που ενέσκηψε στη Δαμασκηνιά και τη Δραγασιά, τα δύο πρώτα χωριά στην Ελλάδα που τέθηκαν εξ ολοκλήρου σε καθεστώς καραντίνας. Και θα πρέπει να έχει κανείς κατά νου πως γίνεται λόγος για έναν πληθυσμό μόνιμων κατοίκων που ανέρχεται το πολύ σε 80 ανθρώπους. Ηλικιωμένοι και συνταξιούχοι είναι στη συντριπτική τους πλειονότητα οι ντόπιοι, 65 περίπου στη Δαμασκηνιά και μόλις άλλοι 15 στη Δραγασιά.

Το έκτακτο γεγονός που συνδέθηκε με το, εν πολλοίς αφύσικο, ξέσπασμα της αρρώστιας ήταν μια επιμνημόσυνη συγκέντρωση στο καφενείο της Δαμασκηνιάς. Ο 64χρονος ιδιοκτήτης του μαγαζιού ήταν κάτοικος Δραγασιάς, οπότε -κατά πάσα πιθανότητα- μετέφερε, χωρίς να το ξέρει, τον κορωνοϊό και στο άλλο χωριό. Νόσησε ο ίδιος, η σύζυγός του, ο γιος του, ο πατέρας του, η μητέρα του και τουλάχιστον άλλος ένας ηλικιωμένος από το κοντινό χωριό Διχείμαρρος. Από τους πέντε αυτούς ανθρώπους,απεβίωσαν οι τρεις: ο 64χρονος ιδιοκτήτης του καφέ-εστιατορίου, ο πατέρας του και ο 87χρονος κοντοχωριανός τους. Τα κρούσματα στην οικογένεια ήταν αρκετά για να ωθήσουν τον Δήμο Βοΐου Κοζάνης όπου υπάγονται τα δύο χωριά να εισηγηθεί τον άμεσο αποκλεισμό τους σε συνθήκες καραντίνας. Με 6 νοσούντες μεταξύ 80 κατοίκων το ποσοστό ήταν επικίνδυνα υψηλό.

Η πορεία μετάδοσης του ιού στα δύο χωριά μοιάζει ευδιάκριτη, καθώς το σημείο διασποράς δεν μπορεί παρά να ήταν το καφενείο της Δαμασκηνιάς. Από εκεί μπήκε και από εκεί βγήκε ο κορωνοϊός – αν και μόνο εικασίες μπορούν να γίνουν για την ακολουθία των γεγονότων. Κατά μία εκδοχή, ο καφετζής κόλλησε από κάποιον εκ των παρισταμένων στην κηδεία και τη μετέπειτα συνάθροιση στο καφενείο της Δαμασκηνιάς.

Ακολούθως ο καφετζής κόλλησε τους υπόλοιπους. Ισως όμως η εξέλιξη να ήταν η αντίστροφη. Σύμφωνα με μαρτυρίες από τον οικογενειακό κύκλο του, ο 64χρονος παραπονιόταν για καταβολή δυνάμεων και συμπτώματα βαριού κρυολογήματος μέρες πριν από την κηδεία και την επαφή με συγγενείς και γνωστούς οι οποίοι είχαν έρθει στη Δαμασκηνιά από διάφορα άλλα μέρη της Ελλάδας ειδικά για το τελευταίο αντίο στον άνθρωπο που κηδευόταν.

Το αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ότι ο 64χρονος είχε επισκεφθεί προηγουμένως το Νοσοκομείο της Καστοριάς για θέματα υγείας του υπέργηρου πατέρα του. Εκεί πιθανώς να εκτέθηκαν στον ιό και οι δύο, εφόσον όχι μόνο ο 53χρονος αιμολήπτης αλλά και αρκετοί συνάδελφοί του νοσούσαν ήδη, ακόμη εν αγνοία τους.

Γενικώς κανείς δεν μπορεί να είναι βέβαιος για το πώς άρχισε η διάδοση της επιδημίας. Εξαιτίας της, πάντως, η συγκεκριμένη πλευρά της Δυτικής Μακεδονίας, σε έναν νοητό κύκλο που όλο και διευρύνεται πέριξ της γραφικής παραλίμνιας Καστοριάς, αναδείχθηκε σε μακάβριο πρωταθλητή Ελλάδος σε κρούσματα και θανάτους. Καμία από τις προτεινόμενες εκδοχές για τη διαδρομή που ακολουθεί ο κορωνοϊός στην Καστοριά και τα πέριξ δεν φαίνεται να δικαιολογεί επαρκώς το γιατί εκδηλώθηκαν τόσοι θάνατοι – και ιδιαίτερα δύο, οι πλέον ανεξήγητοι, στα απομονωμένα χωριά Οινόη και Γάβρος.

Η επιδημία του κορωνοϊού πλήττει την πόλη της Καστοριάς και τη γύρω περιοχή, χτυπώντας αδιακρίτως άτομα κάθε ηλικίας, με ή χωρίς υποκείμενα νοσήματα

Από το πρώτο καταγόταν ένας 56χρονος, ο οποίος συνήθως αναφέρεται ως ο 6ος νεκρός της περιοχής. Το επιβαρυντικό και μάλλον κρίσιμο στοιχείο στο προφίλ του ως ασθενή ήταν η παθολογική παχυσαρκία. Και με δεδομένο ότι άτομα αυτής της κατηγορίας είναι ιδιαίτερα ευάλωτα στις διαταραχές του αναπνευστικού, ο εν λόγω κάτοικος της Οινόης είχε, δυστυχώς, αυξημένες πιθανότητες να καταλήξει. Εξαιτίας αυτού του θανάτου και με την υπερβολικά αυξημένη -κατ’ αναλογία με τον πληθυσμό- συχνότητα εμφάνισης κρουσμάτων, αποφασίστηκε να τεθεί σε καραντίνα ολόκληρη η περιοχή της Μεσοποταμιάς. Η απόφαση προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, καθώς στην ομώνυμη κωμόπολη και τα άλλα 6-7 χωριά της δημοτικής ενότητας κατοικούν περίπου 3.000 άνθρωποι, με πολλούς εξ αυτών να εργάζονται σε δημόσιους φορείς της Καστοριάς.

Το άλλο μικροσκοπικό χωριό που, όλως παραδόξως, χτύπησε ο κορωνοϊός είναι ο Γάβρος. Πρόκειται για έναν οικισμό που στέκει σαν φάντασμα στον δρόμο από Καστοριά προς Πρέσπες – Φλώρινα εδώ και δεκαετίες, καθώς ανήκει στα χωριά της Κορέστειας, τα οποία εγκαταλείφθηκαν κατά τον Εμφύλιο και έκτοτε παραμένουν σχεδόν ακατοίκητα. Εκεί ζούσε η 41χρονη, σύζυγος συνοριοφύλακα και μητέρα τριών παιδιών. Υπέκυψε στον COVID-19 υπό συνθήκες που κατά τον εισαγγελέα χρήζουν διερεύνησης για ενδεχόμενες ποινικά κολάσιμες παραλείψεις, ολέθρια σφάλματα και ανεπίτρεπτες καθυστερήσεις εκ μέρους των γιατρών οι οποίοι είχαν αναλάβει να παρακολουθούν εξ αποστάσεως την υγεία της άτυχης γυναίκας.

Πρωτιά σε κρούσματα

Πιο συγκεκριμένα, σε τηλεφωνική επικοινωνία με τον ΕΟΔΥ της συνέστησαν να παραμείνει στο σπίτι της απομονωμένη από τους οικείους της, να παρακολουθεί την εξέλιξη των συμπτωμάτων που ανέφερε (πυρετό, δύσπνοια), να ενημερώνει τον γιατρό της κ.λπ. Η επιδείνωση της υγείας της όμως ήταν ραγδαία και κατέληξε πριν καν προλάβει το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ να την παραλάβει. Ο θάνατός της επήλθε στις 21 Μαρτίου, αλλά λόγω του απαιτούμενου διαστήματος για την έκδοση των αποτελεσμάτων του ελέγχου για COVID-19 η σορός της 41χρονης παρέμεινε στο ψυγείο του Νοσοκομείου Καστοριάς επί 4 ημέρες. Στον συντετριμμένο σύζυγό της, όπως και σε λοιπούς συγγενείς απαγορεύτηκε να παραστούν στην ταφή της.

Οι αριθμοί αλλάζουν σχεδόν από ώρα σε ώρα, το στοιχείο όμως που δεν αλλάζει είναι η πρωτοπορία της Καστοριάς στο σύνολο κρουσμάτων COVID-19 σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα. Η τελευταία ολοκληρωμένη εικόνα βάσει των στατιστικών στοιχείων που ανακοινώνει ο ΕΟΔΥ εμφανίζει την Καστοριά μακράν πρώτη σε αναλογία, με αναγωγή 54 κρουσμάτων ανά 100.000 άτομα του τοπικού πληθυσμού. Ενδεικτικά, το αμέσως υψηλότερο ποσοστό αναφέρεται στην Ηλεία (25,1) και μετά στην Αθήνα (22,8) – προφανώς η διαφορά με αυτό της Καστοριάς είναι υπερδιπλάσια.

Αυτά ίσχυαν όμως μέχρι τις 29 Μαρτίου. Εκτοτε η νόσος εξακολουθεί να πολιορκεί την περιοχή, η οποία στα γραφήματα του ΕΟΔΥ με την απεικόνιση των κρουσμάτων ανά νομό της ελληνικής επικράτειας εμφανίζεται πάντα με το πιο σκούρο χρώμα. Οι τοπικοί φορείς ελπίζουν ότι ο COVID-19 εξαντλεί τη μανία του και η καμπύλη των νοσούντων σταθεροποιείται. Το ίδιο εύχεται και ελπίζει ο καθένας μας, ενώ ταυτόχρονα απεύχεται να επαληθευτεί η δυσοίωνη διαπίστωση ότι η Καστοριά είναι απλώς μία-δύο εβδομάδες μπροστά από την υπόλοιπη Ελλάδα.

Πάντως, ο παραλληλισμός της Καστοριάς με τη Γουχάν, την παγκόσμια εστία του κορωνοϊού, δεν είναι άτοπος. Το Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Πρόληψη και τον Ελεγχο των Επιδημιών (European Centre for Disease Prevention and Control, ECDC) παρακολουθεί με τη μέγιστη προσοχή και επεξεργάζεται κάθε στοιχείο από την εξέλιξη της νόσου στην Καστοριά. Το πώς θέριεψε ο COVID-19, πώς θερίζει τόσο πολλούς ανθρώπους σε μια τόσο περιορισμένης έκτασης περιοχή, μάλλον θα προβληματίζει για πολύ καιρό την επιστήμη. Σίγουρα όμως όχι για όσο καιρό οι επιζήσαντες θα αναλογίζονται τον όλεθρο γύρω τους.

Ειδήσεις σήμερα:

Τα κέρδη της Ελλάδας από τις αποφάσεις της ΕΚΤ περιμένοντας το Eurogroup

«Αρμαγεδδών» στις ΗΠΑ με σχεδόν 2.000 νεκρούς σε ένα 24ωρο από τον νέο κορωνοϊό