Τα περισσότερα εμβόλια που υπάρχουν για την αντιμετώπιση διάφορων ασθενειών έχουν παρενέργειες και τα εμβόλια κατά της COVID-19 δεν αποτελούν εξαίρεση. Οι πολίτες λαμβάνουν διαβεβαιώσεις από τις υγειονομικές αρχές πως αν βιώσουν πόνο στο χέρι όπου έγινε ο εμβολιασμός, κόπωση, πονοκέφαλο, πυρετό ή ναυτία, είναι απλώς σημάδι ότι το ανοσοποιητικό τους σύστημα ανταποκρίνεται όπως πρέπει. Αυτό, όμως, έχει κάνει πολλούς να αναρωτιούνται: Εφόσον οι παρενέργειες είναι ένδειξη ότι το ανοσοποιητικό σύστημα λειτουργεί σωστά, μήπως η απουσία τους είναι ένδειξη ανεπαρκούς προστασίας;

Η Veenu Manoharan, λέκτορας ανοσολογίας στο Μητροπολιτικό Πανεπιστήμιο του Cardiff δηλώνει με σαφήνεια σε άρθρο της στο The Conversation ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Οι κλινικές δοκιμές του εμβολίου που δημιούργησε η εταιρεία Pfizer δείχνουν ότι το 50% των συμμετεχόντων δεν βίωσε σημαντικές παρενέργειες κατά τη διάρκεια της δοκιμής, ενώ το 90% αυτών ανέπτυξε ανοσία έναντι του ιού. Και οι οδηγίες για το εμβόλιο της Moderna αναφέρουν ότι ένας στους 10 ανθρώπους μπορεί να βιώσει κάποιες κοινές παρενέργειες, αλλά το εμβόλιο προστατεύει κατά 95% αυτούς που το κάνουν.

«Αυτό μπορεί να εξηγηθεί αν λάβουμε υπόψη τον τρόπο με τον οποίο το ανοσοποιητικό σύστημα αναπτύσσει προστατευτική ανοσία έναντι των ιών όταν πυροδοτείται μέσω ενός εμβολίου. Τα περισσότερα εμβόλια για τον κορωνοϊό, μεταξύ των οποίων και αρκετά από αυτά που έχουν λάβει έγκριση, χρησιμοποιούν την ιική πρωτεΐνη που βρίσκεται στο εξωτερικό στρώμα του κορωνοϊού, τη λεγόμενη πρωτεΐνη-ακίδα, ώστε να μιμηθούν την φυσική λοίμωξη από τον ιό και να ξεκινήσουν την ανοσολογική απόκριση», εξηγεί η Δρ. Manoharan.

Το τμήμα της ανοσοαπόκρισης, γνωστό ως έμφυτη ανοσία, ανταποκρίνεται σχεδόν αμέσως στην πρωτεΐνη-ακίδα του ιού, ξεκινώντας μια επίθεση εναντίον της μέσω ενεργοποίησης της φλεγμονής, τα βασικά σημάδια της οποίας είναι ο πυρετός και ο πόνος. Είναι, λοιπόν, η έμφυτη ανοσολογική απόκριση που προκαλεί τις κοινές παρενέργειες που βιώνουν οι άνθρωποι μία ή δύο ημέρες μετά τον εμβολιασμό.

Η μακράς διάρκειας ανοσία, η οποία είναι και ο απόλυτος στόχος οποιουδήποτε εμβολιασμού,, επιτυγχάνεται μόνο μέσω ενεργοποίησης του δεύτερου τμήματος της ανοσοαπόκρισης: την προσαρμοστική ανοσία. Η προσαρμοστική ανοσία πυροδοτείται με τη βοήθεια των έμφυτων ανοσολογικών στοιχείων και έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία Τ κυττάρων και αντισωμάτων, τα οποία προστατεύουν από τη λοίμωξη σε μια επακόλουθη έκθεση στον ιό.

«Αντίθετα με την έμφυτη ανοσία, η προσαρμοστική ανοσία δεν ενεργοποιεί τη φλεγμονή, παρόλο που πρόσφατες μελέτες υποδεικνύουν ότι μπορεί να συνεισφέρει σημαντικά σε αυτό. Σε κάποιους ανθρώπους, αυτή η φλεγμονώδης απόκριση τόσο από το έμφυτο όσο και από το προσαρμοστικό ανοσοποιητικό σύστημα είναι υπερβολική και εκδηλώνεται ως παρενέργεια. Σε άλλους, παρόλο που δουλεύει φυσιολογικά, δεν βρίσκεται σε επίπεδα που προκαλεί αξιοσημείωτες παρενέργειες. Σε κάθε περίπτωση, όμως, δημιουργείται η ανοσία έναντι του ιού», τονίζει η ειδικός.

Τι προκαλεί τη διαφορετική ανοσολογική απόκριση;
Οι επιστήμονες έχουν παρατηρήσει ότι οι άνθρωποι άνω των 65 ετών έχουν λιγότερες παρενέργειες στο εμβόλιο, πράγμα το οποίο μπορεί να οφείλεται στη σταδιακή φθορά της ανοσολογικής δραστηριότητας λόγω ηλικίας. Παρόλο που αυτό μπορεί να σχετίζεται με χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, οι άνθρωποι αυτοί εξακολουθούν να έχουν ανοσία έναντι του ιού.

Το φύλο μπορεί, επίσης, να παίζει κάποιο ρόλο. Σε μια αμερικανική μελέτη, το 79% των αναφορών για παρενέργειες προερχόταν από γυναίκες. Αυτή η διαφορά μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να σχετίζεται με την τεστοστερόνη, η οποία τείνει να περιορίζει τη φλεγμονή και άρα τις σχετικές με αυτή παρενέργειες. Οι άνδρες έχουν περισσότερη τεστοστερόνη από τις γυναίκες, γι’αυτό και είναι λιγότερες οι δικές τους αναφορές σε παρενέργειες.

Οι πάσχοντες από χρόνιες φλεγμονώδεις νόσους, όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου και η πολλαπλή σκλήρυνση, οι οποίοι λαμβάνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα για τον έλεγχο των συμπτωμάτων τους, μπορεί να βιώνουν λιγότερες παρενέργειες λόγω της περιορισμένης φλεγμονώδους απόκρισης. Παρόλο που το ανοσοποιητικό σύστημα είναι αποδυναμωμένο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει. Σε μελέτη του 2020 που συνέκρινε τα επίπεδα αντισωμάτων των ανθρώπων που λάμβαναν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα με εκείνων που δε λάμβαναν, προσδιορίστηκε ότι οι πρώτοι παρήγαγαν χαμηλότερα επίπεδα αντισωμάτων, αλλά κανένας από αυτούς δεν στερούταν αντιικών αντισωμάτων.

«Οι παρενέργειες των εμβολίων δεν θα πρέπει να λαμβάνονται ως μέτρο της αποτελεσματικότητάς τους. Παρά τις ποικίλες ανοσολογικές αποκρίσεις στα εμβόλια, οι περισσότεροι άνθρωποι επιτυγχάνουν την ανοσία έναντι του κορωνοϊού με τον εμβολιασμό, ανεξάρτητα από την παρουσία, την απουσία ή τη σοβαρότητα των παρενεργειών», καταλήγει η Δρ. Manoharan.

Διαβάστε επίσης

Κορωνοϊός – Ανοσία: Πόσοι έχουν πολύ «αδύναμα» αντισώματα

Κορωνοϊός – Επαναμόλυνση: Είναι πιο πιθανή από όσο πιστεύουμε – Ποιοι κινδυνεύουν περισσότερο

Κορωνοϊός – Εμβόλια: Σε ποιους δεν παρέχουν επαρκή προστασία