Ο χρόνιος πόνος ταλαιπωρεί μεγάλο μέρος του πληθυσμού και η πλέον διαδεδομένη μη επεμβατική πρακτική για την αντιμετώπισή του είναι η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία, την οποία όμως, δεν βρίσκουν χρήσιμη όλοι οι πάσχοντες.
Οι ερευνητές μίας συγκεντρωτικής ανάλυσης, που δημοσιεύθηκε στο Evidence Based Mental Health, μελέτησαν τα διαθέσιμα στοιχεία των κλινικών ερευνών, εξετάζοντας τόσο τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία όσο και πρακτικές διαχείρισης του στρες με βάση την ενσυνειδητότητα (mindfullness) ως προς την αποτελεσματικότητά τους για τη θεραπεία του χρόνιου πόνου – του πόνου δηλαδή που δεν υποχωρεί μετά την πάροδο τουλάχιστον τριών μηνών.
Η ενσυνειδητότητα είναι ένα είδος διαλογισμού που επικεντρώνεται στην επίγνωση των σκέψεων, των συναισθημάτων, των σωματικών αισθήσεων και του άμεσου περιβάλλοντος την δεδομένη στιγμή. Οι τεχνικές διαχείρισης του στρες από την άλλη μεριά , στοχεύουν να βοηθήσουν τους πάσχοντες να αναπτύξουν τρόπους αποτελεσματικότερης αντιμετώπισης του πόνου.
Από ένα αρχικό σύνολο 184 διαθέσιμων κλινικών δοκιμών, στη μελέτη επιλέχθηκαν τελικά οι 21 με συνολικό δείγμα 2.000 ανθρώπων, εκ των οποίων οι περισσότεροι ήταν γυναίκες 35-65 ετών. Οι παθήσεις που τους προκαλούσαν πόνο ήταν σε μεγάλο βαθμό μυοσκελετικές, με τους συμμετέχοντες στις τέσσερις από τις δέκα μελέτες, να υποφέρουν από χρόνιο πόνο για περισσότερο από μια δεκαετία.
Οι ερευνητές μελέτησαν τόσο τις άμεσες όσο και τις έμμεσες ενδείξεις για την πιθανή ωφέλεια από την εφαρμογή της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας, καθώς και της ενσυνειδητότητας και εξέτασαν τα δεδομένα σε σχέση με την παροχή της συνήθους ( ή μηδενικής) ιατρικής φροντίδας. Επίσης εξέτασαν την ωφέλεια της ενσυνειδητότητας σε σχέση με τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία.
Η ανάλυση έδειξε ότι δεν υπήρχαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στις δύο πρακτικές, αφού και οι δύο βελτίωσαν σημαντικά τη σωματική λειτουργία και μείωσαν την ένταση του πόνου και την κατάθλιψη που σχετίζεται με αυτόν, συγκριτικά με τη συνηθισμένη ή τη μηδενική φροντίδα.
Με λίγα λόγια, τα ευρήματα έδειξαν ότι η ενσυνειδητότητα μπορεί να μειώσει την ένταση και τις επιπτώσεις του χρόνιου πόνου στην καθημερινή ζωή, καθώς και τη δυσφορία που τον συνοδεύει. Την ίδια στιγμή, πάντως, οι ερευνητές προέβαλαν επιφυλάξεις σχετικά με τα συμπεράσματα της μελέτης, καθώς μόνο μία από τις 21 δοκιμές συνέκρινε άμεσα τη γνωστική συμπεριφορική θεραπεία με την ενσυνειδητότητα και μόνο 12 μελέτες κρίθηκαν ικανοποιητικές όσον αφορά την ποιότητα τους.
«Παρόλο που η ανάλυση έδωσε συγκρίσιμα αποτελέσματα και για τις δύο πρακτικές, το στατιστικό περιθώριο λάθους ήταν μεγάλο, πράγμα που σημαίνει ότι είναι πολύ νωρίς ακόμα για να αποφανθούμε αν η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία ή η ενσυνειδητότητα είναι καλύτερη μέθοδος θεραπείας για ανθρώπους με διάφορους τύπους πόνου – πρέπει να πραγματοποιηθούν εκτενέστερες έρευνες για να καλύψουμε αυτό το κενό», επισημαίνουν οι ερευνητές.
«Η γνωστική συμπεριφορική θεραπεία θεωρείται αυτή τη στιγμή η προτιμώμενη ψυχολογική παρέμβαση για τον χρόνιο πόνο, ωστόσο δεν έχουν όλοι οι ασθενείς την ίδια κλινική απόκριση στη θεραπεία. Αν και έχει προταθεί η βελτίωση των πρακτικών της γνωστικής συμπεριφορικής θεραπείας για τους ασθενείς με χρόνιο πόνο, μια επιπρόσθετη λύση μπορεί να αποτελούν οι τεχνικές μίωσης του στρες με βάση την ενσυνειδητότητα, ειδικά από τη στιγμή που δείχνει ελπιδοφόρα για τη μείωση της έντασης του πόνου και της δυσφορίας που προκαλεί στους ασθενείς», καταλήγουν οι ερευνητές.