Οι επιστήμονες τείνουν να πιστεύουν ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες του χρόνιου πόνου φαίνεται να είναι η ανάμνηση ενός παλαιότερου πόνου, με την έρευνα που δημοσιεύθηκε στο Current Biology να υποστηρίζει ότι πιθανόν υπάρχουν διαφορές στον τρόπο που άντρες και γυναίκες εκλαμβάνουν το αίσθημα του πόνου.

Η ερευνητική ομάδα από τα Πανεπιστήμια McGill και Mississauga του Καναδά, διαπίστωσε ότι οι άνδρες (καθώς και τα αρσενικά ποντίκια) θυμούνται ξεκάθαρα προηγούμενες επίπονες εμπειρίες, γεγονός το οποίο τους δημιουργεί στρες και υπερευαισθησία σε μεταγενέστερο χρόνο και ειδικά όταν επιστρέφουν στην τοποθεσία όπου είχαν βιώσει την πρώτη αυτή εμπειρία. Αντίθετα, οι γυναίκες (και τα θηλυκά ποντίκια) δεν παρουσίασαν τόσο υψηλά επίπεδα στρες στις προηγούμενες εμπειρίες τους.

Βάσιμες ενδείξεις από τα ποντίκια μέχρι τους ανθρώπους

«Κάναμε ένα πείραμα για να παρατηρήσουμε την υπερευαισθησία των τρωκτικών στον πόνο, όταν εντοπίσαμε αυτές τις τεράστιες διαφορές στα επίπεδα στρες μεταξύ αρσενικών και θηλυκών», εξηγεί ο καθηγητής Jeffrey Mogil, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, και συνεχίζει: «Έτσι, αποφασίσαμε να επεκτείνουμε το πείραμα και στους ανθρώπους, για να διαπιστώσουμε αν τα αποτελέσματα θα ήταν παρόμοια. Μας εξέπληξε το ότι είδαμε ότι υπήρχαν οι ίδιες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών με αυτές που παρατηρήθηκαν στα πειραματόζωα».

«Αυτό που ήταν ακόμα πιο εντυπωσιακό ήταν ότι οι άντρες ήταν εκείνοι που αντιδρούσαν περισσότερο στον πόνο, δεδομένου ότι οι γυναίκες – θεωρείται ότι – είναι πιο ευαίσθητες στον πόνο από τους άντρες και γενικότερα πιο αγχώδεις», εξηγεί η Loren Martin, συγγραφέας της μελέτης και επίκουρη καθηγήτρια Ψυχολογίας.

Δημιουργώντας αναμνήσεις πόνου

Κατά τη διάρκεια των πειραμάτων, τόσο οι άνθρωποι (41 άντρες και 38 γυναίκες ηλικίας 18 έως 40 ετών) όσο και τα ποντίκια οδηγήθηκαν σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο όπου βίωσαν εμπειρίες πόνου χαμηλής έντασης, που προκλήθηκε από θερμότητα που εστιάστηκε στο πίσω μέρος του ποδιού ή στον πήχη τους. Οι άνθρωποι βαθμολόγησαν το επίπεδο πόνου σε μια κλίμακα από το 0 έως το 100, ενώ η αίσθηση πόνου των ποντικιών αξιολογήθηκε με βάση την ταχύτητα με την οποία απομακρύνθηκαν από την πηγή θερμότητας. Αμέσως μετά την αρχική αυτή εμπειρία με τον πόνο χαμηλής έντασης, άνθρωποι και πειραματόζωα βίωσαν πιο έντονο πόνο, σχεδιασμένο να λειτουργεί με βάση τις αρχές της θεωρίας της κλασικής εξαρτημένης μάθησης του Παβλόφ (όταν ένα ουδέτερο ερέθισμα συνδέεται επανειλημμένα με ένα ανεξάρτητο ερέθισμα, τότε μπορεί να προκληθεί μια εξαρτημένη αντίδραση).

Για να διαπιστώσουν το ρόλο που διαδραματίζει η μνήμη στην εμπειρία του πόνου, άνθρωποι και ποντίκια οδηγήθηκαν την επόμενη μέρα στο ίδιο και σε ένα διαφορετικό δωμάτιο, με τη θερμότητα να εστιάζεται και πάλι στο πόδι και τον πήχη τους.

Όταν επέστρεψαν στο ίδιο δωμάτιο με το προηγούμενο τεστ (και μόνο τότε), οι άντρες βαθμολόγησαν την αίσθηση του πόνου υψηλότερα από ό,τι την προηγούμενη μέρα και υψηλότερα και από τις γυναίκες. Παρομοίως, τα αρσενικά μόνο ποντίκια που επέστρεψαν στο ίδιο περιβάλλον παρουσίασαν αυξημένη αντίδραση στον πόνο της θερμότητας, τη στιγμή που τα ποντίκια που τοποθετήθηκαν σε νέο και ουδέτερο περιβάλλον δεν αντέδρασαν με τον ίδιο τρόπο.

Εμπλοκή αναμνήσεων για να απομακρυνθεί ο πόνος

Για να επιβεβαιώσουν ότι η αίσθηση του πόνου αυξήθηκε εξαιτίας της ανάμνησης της προηγούμενης εμπειρίας, οι ερευνητές παρενέβησαν στη μνήμη χορηγώντας ένα φάρμακο με την κωδική ονομασία ZIP στον εγκέφαλο των αρσενικών ποντικιών, το οποίο θεωρείται ότι μπλοκάρει τις αναμνήσεις. Όταν, λοιπόν, επανέλαβαν το παραπάνω πείραμα, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα ποντίκια δεν παρουσίασαν κανένα σημάδι ανάμνησης του πόνου.

«Πρόκειται για ένα σημαντικό εύρημα, καθώς ολοένα αυξανόμενες ενδείξεις υποδεικνύουν ότι ο χρόνιος πόνος αποτελεί πρόβλημα, στο βαθμό που τον θυμάται κανείς. Είναι η πρώτη φορά που παρατηρήθηκε ανάμνηση του πόνου χρησιμοποιώντας μια τόσο ισχυρή και ευρέως εφαρμόσιμη προσέγγιση – από τα τρωκτικά μέχρι τους ανθρώπους», σημειώνει η Δρ. Martin και καταλήγει: «Αν η ανάμνηση του πόνου αποτελεί παράγοντα που επηρεάζει τον χρόνιο πόνο και καταλάβουμε πώς δημιουργείται, θα είμαστε ικανοί να βοηθήσουμε τους πάσχοντες, θεραπεύοντας κατευθείαν τους μηχανισμούς πίσω από τη μνήμη».