Νέα έρευνα από το Πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου, ανακάλυψε τη θετική επίδραση ενός φαρμάκου που χρησιμοποιείται ευρέως για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 σε ασθενείς που ακολουθούν θεραπεία με κορτικοστεροειδή.
Κατά τη δεύτερη φάση της κλινικής δοκιμής, οι ερευνητές εξέτασαν την επίδραση της μετφορμίνης, της ουσίας που χορηγείται για την αντιμετώπιση του διαβήτη, σε ασθενείς που λάμβαναν υψηλές δόσεις γλυκοκορτικοειδών, έναν τύπο κορτικοστεροειδών που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία χρόνιων φλεγμονωδών παθήσεων. Συγκεκριμένα, οι ερευνητές ανέλυσαν τα αποτελέσματα εξετάσεων περισσότερων από 50 μη διαβητικών ασθενών που λάμβαναν αγωγή με γλυκοκορτικοειδή.
Σύμφωνα με τα ευρήματα που δημοσιεύτηκαν στο The Lancet Diabetes & Endocrinology, οι ασθενείς στους οποίους χορηγήθηκε μετφορμίνη παρουσίασαν καλύτερα κλινικά αποτελέσματα, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης κατά 30% σε λοιμώξεις και εισαγωγές σε νοσοκομεία, σε σχέση με την ομάδα που χορηγήθηκε εικονικό φάρμακο (placebo).
Επιπλέον, οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι η θεραπεία με μετφορμίνη ενίσχυσε την αντιφλεγμονώδη δράση των γλυκοκορτικοειδών και βελτίωσε τους δείκτες υγείας του καρδιαγγειακού συστήματος, του μεταβολισμού και των οστών στο διάστημα των δώδεκα εβδομάδων που διήρκησε η μελέτη.
Προηγούμενη μελέτη της ερευνητικής ομάδας με επικεφαλής την Márta Korbonits, Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας στη Σχολή Ιατρικής και Οδοντιατρικής Barts and the London του Πανεπιστημίου Queen Mary, είχε διαπιστώσει πως τα κορτικοστεροειδή μπορούν να επηρεάσουν μια βασική μεταβολική πρωτεΐνη, που ονομάζεται AMP-κινάση ή AMPK. Άλλες πειραματικές μελέτες έδειξαν ότι η μετφορμίνη δρα, τουλάχιστον εν μέρει, μέσω της πρωτεΐνης AMPK αντίθετα στη δράση των κορτικοστεροειδών. Βάσει αυτών των στοιχείων, οι ερευνητές υποστήριξαν ότι το φάρμακο για τον διαβήτη είχε τη δυνατότητα να αναστρέψει τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των κορτικοστεροειδών.
Η πρόσφατη επιστημονική ανακάλυψη κομίζει σημαντικά και ευχάριστα νέα για τους ασθενείς που ακολουθούν αγωγή με γλυκοκορτικοειδή, τα οποία χορηγούνται σε νόσους όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα, το άσθμα, οι φλεγμονώδεις παθήσεις καθώς και στην αντιμετώπιση του καρκίνου, η παρατεταμένη χρήση των οποίων και σε υψηλή δόση ωστόσο, μπορεί να επιφέρει σοβαρές μεταβολικές παρενέργειες όπως αύξηση του βάρους, υψηλά επίπεδα σακχάρου, απώλεια οστικής και μυϊκής μάζας , όπως επίσης να αυξήσει τον κίνδυνο μολύνσεων και θρόμβωσης.
Μακροπρόθεσμα, οι παραπάνω παρενέργειες μπορούν να οδηγήσουν στην εμφάνιση του ενδογενούς συνδρόμου Cushing, μιας δυνητικά θανατηφόρας διαταραχής του ενδοκρινικού συστήματος κατά την οποία ο οργανισμός του ασθενούς παράγει πολλαπλάσια ποσότητα κορτιζόλης, γνωστή ως «ορμόνη του στρες».
Η πρόσφατη ανακάλυψη για τη δράση της μετφορμίνης θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για τη χρήση του φαρμάκου ως μια απλή και φθηνή λύση στην προσπάθεια μείωσης των επικίνδυνων παρενεργειών της θεραπείας με γλυκοκορτικοειδή.