Η μετάβαση των γυναικών στην εμμηνόπαυση, συνοδεύεται συχνά από συσσώρευση σπλαχνικού λίπους καθώς και από αυξημένη εναπόθεση λίπους γύρω από την καρδιά. Η αύξηση του καρδιακού λίπους έχει συνδεθεί με την επιδείνωση της αθηροσκλήρωσης, ασθένεια που χειροτερεύει μεταξύ της περιεμμηνόπαυσης και της μετεμμηνοπαυσιακής περιόδου.
Η ορμονοθεραπεία έχει αποδειχθεί ότι επιβραδύνει τη συσσώρευση καρδιακού λίπους και την εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης, ανάλογα με τον τύπο της ορμονοθεραπείας και τον τρόπο χορήγησης. Σε πρόσφατη έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Menopause, οι επιστήμονες συνέκριναν την επίδραση των συζευγμένων οιστρογόνων και της 17β-οιστραδιόλης όταν λαμβάνονται δια στόματος και διαδερμικά, για να προσδιορίσουν την αποτελεσματικότητά τους στην πρόληψη καρδιακών παθήσεων.
Οι ερευνητές μελέτησαν γυναίκες στην εμμηνόπαυση με σκοπό να υπολογίσουν πώς τα οιστρογόνα, και εν προκειμένω η δια στόματος πρόσληψη συζευγμένων οιστρογόνων και η διαδερμική πρόσληψη 17β-οιστραδιόλης, επηρέασαν τη συσσώρευση λίπους στην καρδιά και την εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης, μετρώντας το πάχος των καρωτιδικών αρτηριών.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η δια στόματος λήψη συζευγμένων οιστρογόνων φάνηκε να επιβραδύνει τις επιπτώσεις της αύξησης του περικαρδιακού λιπώδους ιστού στην εξέλιξη της αθηροσκλήρωσης, σε σύγκριση με τη διαδερμική πρόσληψη οιστραδιόλης. Ωστόσο, περαιτέρω μελέτη κρίνεται αναγκαία για να διευκρινιστεί αν είναι η γενική δια στόματος χορήγηση οιστρογόνων ή αποκλειστικά των συγκεκριμένων φαρμάκων που συμβάλλει θετικά στην εξέλιξη της καρδιαγγειακής νόσου.
Να σημειωθεί επίσης ότι η λήψη ορμονοθεραπείας γίνεται πάντοτε μετά από σύσταση του γιατρού και αφού αξιολογήσει το ατομικό ιστορικό κάθε γυναίκας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ύπαρξης οικογενειακού ιστορικού καρκίνου.