Μετά από δυο χρόνια πανδημίας και περιοριστικών μέτρων και ποιος δεν θα ήθελε να βγει έξω μη φορώντας την προστατευτική μάσκα, να αγκαλιαστεί με τους αγαπημένους του, να επιστρέψει στις δραστηριότητές του, να ξαναβγεί με τους φίλους του σε καφετέριες και μπαρ χωρίς το άγχος να κολλήσει COVID-19, να μην διατηρεί τις αποστάσεις και εν γένει να ξανά αποκτήσει τις συνήθειες που είχε προ πανδημίας;
Ποιες από αυτές τις δραστηριότητες που κάνουμε όμως είναι τελικά ασφαλείς; Σε αυτό το ερώτημα απάντησε πρόσφατα μία ερευνητική ομάδα επιστημόνων αποτελούμενη από την Shelly Miller, Καθηγήτρια Ηλεκτρολογίας και Μηχανικής στο Πανεπιστήμιο του Colorado, ο Trish Greenhalgh, καθηγητής Πρωτοβάθμιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, ο Jose-Luis Jimenez Καθηγητής Χημείας στο Πανεπιστήμιο του Colorado και ο Zhe Peng, ερευνητής επιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.
Ο SARS-CoV-2, ο ιός που προκαλεί την COVID-19 μεταδίδεται κυρίως μέσα από την εισπνοή μικρών σωματιδίων και σταγονιδίων που εκπνέει κάποιος που έχει μολυνθεί. Άρα το κλειδί για την πρόληψη και αποτροπή της μετάδοσης του ιού είναι η κατανόηση του πως συμπεριφέρονται τα αερομεταφερόμενα σωματίδια, γεγονός που απαιτεί φυσική και χημική γνώση.
Ο αέρας είναι ρευστός και φτιαγμένος από αόρατα, γρήγορα και τυχαία κινούμενα μόρια οπότε τα αιωρούμενα σωματίδια σκορπίζονται στους εσωτερικούς χώρους π.χ. σε δωμάτιο ή ένα λεωφορείο. Ένα μολυσμένο άτομο μπορεί να εκπνέει σωματίδια με τον ιό και όσο πιο κοντά είναι κανείς τόσο πιο πιθανό να τα εισπνεύσει. Επίσης, όσο πιο πολύ χρόνο περνάει κανείς δίπλα σε κάποιον που νοσεί τόσο πιο εύκολο είναι για τον ιό να μεταδοθεί. Αν βρίσκεται κανείς σε εξωτερικό χώρο, ο ιός δεν μεταδίδεται με τον ίδιο τρόπο και δεν κολλάει και ο διπλανός τόσο γρήγορα.
Τα μολυσμένα με τον ιό σωματίδια μεταδίδονται κάθε φορά που το άτομο που νοσεί αναπνέει βαθιά (ιδίως σε στιγμές άσκησης και γυμναστικής) ή μιλά. Η χρήση της μάσκας είναι μία από τις λύσεις που αποτρέπουν την μετάδοση του ιού.
Όλες οι μεταλλάξεις του ιού μεταδίδουν με τον ίδιο τρόπο τα αερομεταφερόμενα μικροσωματίδια αλλά το αν κάποιος τελικά κολλήσει τον ιό εξαρτάται από την μεταδοτικότητα της παραλλαγής και τον επιπολασμό της ασθένειας.
Στην παρούσα έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο The Conversation, ποσοτικοποιήθηκε ο τρόπος με τον οποίο οι διάφορες επιρροές στη μετάδοση μεταβάλλουν τον κίνδυνο της νόσησης όπως είναι οι ιικοί παράγοντες (μεταδοτικότητα/επιπολασμός), ο ανθρώπινος παράγοντας (με τη χρήση μάσκας/χωρίς αυτή, ασκούμενοι/καθιστοί, ομιλητικοί/ήσυχοι) και τέλος οι παράγοντες ποιότητας του αέρα (εσωτερικός/εξωτερικός χώρος, μεγάλο/μικρό δωμάτιο, υπερπλήρες/άδειο, αεριζόμενο/μη αεριζόμενο).
Οι ερευνητές εξέτασαν εμπειρικά τα δεδομένα σχετικά με το πόσοι άνθρωποι νόσησαν σε εστίες υπερμετάδοσης, όπου οι βασικοί παράγοντες, όπως το μέγεθος του δωματίου, η πληρότητα και ο αερισμός του ήταν καλά τεκμηριωμένα και αναπαρέστησαν τη μετάδοση με μαθηματικό μοντέλο.
Το παρακάτω διάγραμμα, δίνει μία ποσοστιαία πιθανότητα μόλυνσης σε διαφορετικές περιπτώσεις.
- Ο συνωστισμός σε κλειστό χώρο με κακό εξαερισμό, όπως ένα μη αεριζόμενο γυμναστήριο, ένα κλαμπ ή μια αίθουσα διδασκαλίας.
- Η άσκηση, το τραγούδι
- Η μη χρήση της μάσκας
- Η παραμονή σε αυτόν τον χώρο
Για να αποφύγει κανείς να κολλήσει COVID-19 θα πρέπει να παραμείνει μεταξύ των πράσινων και κεχριμπαρένιων πεδίων του πίνακα. Για παράδειγμα:
- Αν πρέπει να συναντήσει κανείς άλλους ανθρώπους, είναι προτιμότερο αυτό να συμβεί σε εξωτερικό χώρο ή σε χώρο που αερίζεται σωστά.
- Διατήρηση του ελάχιστου αριθμού ατόμων σε ένα χώρο
- Μείωση του χρόνου που κανείς συναθροίζεται
- Η σωστή χρήση μάσκας καθόλη τη διάρκεια παραμονής σε ένα δημόσιο χώρο
Παρόλο που ο πίνακας δίνει μία γενικευμένη διάσταση κάθε συνθήκης, ο πραγματικός κίνδυνος εξαρτάται από συγκεκριμένες παραμέτρους όπως ο αριθμός των ατόμων που βρίσκονται σε κάποιο χώρο ή δωμάτιο.
Διαβάστε επίσης:
Κορωνοϊός – Μετάδοση: Γιατί πρέπει να κρατάμε μεγαλύτερες αποστάσεις σε κλειστούς χώρους
Κορωνοϊός – Μετάδοση: Ο νέος καθοριστικός παράγοντας για την εξάπλωση της πανδημίας
Κορωνοϊός: Πόσες μέρες μετά την εμφάνιση συμπτωμάτων είναι υψηλότερος ο κίνδυνος μετάδοσης;