Τα πλεονεκτήματα της δεύτερη δόσης εμβολίου σε όσους νόσησαν από COVID-19 αναδεικνύει πρόσφατη μελέτη από το Ινστιτούτο Καρολίνσκα της Σουηδίας που δημοσιεύεται στο JCI Insight. Σύμφωνα με τη Δρ Anna Smed-Sörensen, καθηγήτρια και επικεφαλής της ομάδας από το Τμήμα Ιατρικής Solna του Ινστιτούτου, πρόκειται για την πρώτη έρευνα που εξετάζει τα επίπεδα αντισωμάτων όχι μόνο στο αίμα αλλά και στους αεραγωγούς.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ενισχυμένη κατά μία παραπάνω δόση υβριδική ανοσία εξασφαλίζει υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων κατά του ιού στους πνεύμονες των αναρρωσάντων και επιπλέον μειώνει τον κίνδυνο επαναλοίμωξης και κατ΄επέκταση μετάδοσης του κορωνοϊού.
Αντικείμενο της έρευνας αποτέλεσε η σύγκριση των επιπέδων και της διάρκειας των αντισωμάτων για τον ιό SARS-CoV-2 σε ασθενείς με ήπια και σοβαρή COVID-19. Οι ερευνητές παρακολούθησαν την πορεία 147 ασθενών μετά τη λοίμωξη και για 20 εξ αυτών μελέτησαν επιπλέον τα αντισώματα μετά τον εμβολιασμό με τα σκευάσματα των AstraZeneca, Pfizer/BioNTech ή Moderna. Τα αποτελέσματα συγκρίθηκαν με μια ομάδα ελέγχου ατόμων που δεν είχαν μολυνθεί.
Η σοβαρότερη νόσηση συντέλεσε σε υψηλότερα επίπεδα αντισωμάτων μετά την ανάρρωση, με τη συγκέντρωσή τους στο αίμα να παραμένει μετρήσιμη για οκτώ μήνες τουλάχιστον αλλά να εξασθενεί πολύ συντομότερα στους αεραγωγούς, όπως τη μύτης. Συγκεκριμένα, έπαψαν να ανιχνεύονται σε τρεις μόλις μήνες.
Ωστόσο, η δεύτερη δόση εμβολίου αύξησε τα αντισώματα στους αεραγωγούς, συχνά σε επίπεδα υψηλότερα από της νόσησης. Αντιθέτως, η αύξηση στα επίπεδα αντισωμάτων στο αίμα των αναρρωσάντων δεν ήταν αξιοσημείωτη, εύρημα που συμπνέει με μελέτες που προηγήθηκαν και έδειξαν ότι, ενώ η πρώτη δόση εκτόξευσε την παραγωγή αντισωμάτων, η δεύτερη πέτυχε φτωχά ή μηδενικά αποτελέσματα.
Οι ειδικοί επεσήμαναν αυτή τη σημαντική «αμέλεια» της επιστημονικής έρευνας, η οποία περιορίστηκε στη μελέτη του αίματος για να συναγάγει συμπεράσματα περί την αντισωματική ανοσία και δεν συμπεριέλαβε τις αναπνευστικές οδούς, «οι οποίες πιθανότατα να διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο για την εξουδετέρωση του ιού σε τοπικό επίπεδο», όπως ανέφερε χαρακτηριστικά η Δρ Karin Loré από το Τμήμα Solna, για την οποία η δεύτερη δόση κρίνεται αναγκαία και για όσους νόσησαν ήδη με COVID-19.
Τα βραχυπρόθεσμα σχέδια της ερευνητικής ομάδας περιλαμβάνουν παράταση της ανάλυσης δειγμάτων από περισσότερα χρονικά σημεία ώστε να ελεγχθεί το φλεγμονώδες περιβάλλον στις αναπνευστικές οδούς κατά τη λοίμωξη, την ανάρρωση και μετά τον εμβολιασμό.
Άγνωστο παραμένει προς το παρόν το επίπεδο αντισωμάτων που προφυλάσσει πλήρως έναντι της μόλυνσης καθώς και αν η ραγδαία μείωση των αντισωμάτων αφήνει ελεύθερο το πεδίο για επαναμόλυνση. Το αμερικανικό Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) αναφέρει ότι οι ανεμβολίαστοι αναρρώσαντες διατρέχουν 2,34% υψηλότερο κίνδυνο επαναλοίμωξης.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με την τελευταία ενημέρωση από την ομότιμη Καθηγήτρια Παιδιατρικής και Πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών, κυρία Μαρία Θεοδωρίδου, παραμένει η σύσταση της μίας δόσης εμβολίου για όσους νόσησαν, καθώς η υβριδική ανοσία συντελεί σε μια ευρύτερη ισχυρή ανοσοαπόκριση έναντι των μεταλλάξεων και άλλων κορωνοϊών.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Πώς εξελίσσεται η ανοσία μετά τον εμβολιασμό – Πόσο διαρκούν τα αντισώματα
Κορωνοϊός – Επίμονα συμπτώματα: Η κίνηση – κλειδί που μειώνει στο μισό τις πιθανότητες
Κορωνοϊός – ΜΕΘ: Το επίπεδο αντισωμάτων που σώζει τη ζωή των ασθενών