Οι μισοί από τους ασθενείς που λαμβάνουν στατίνες για τη μείωση της χοληστερόλης στον οργανισμό τους αποτυγχάνουν να πετύχουν «υγιή» επίπεδα της έπειτα από δύο χρόνια θεραπείας, σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύεται στο Heart.
Η έρευνα έρχεται να επιβεβαιώσει προηγούμενες μελέτες και να αναδείξει την ανάγκη εξατομικευμένης διαχείρισης της υπερχοληστερολαιμίας ώστε να μειωθούν τα αίτια επικείμενων καρδιαγγειακών επεισοδίων.
Σε παγκόσμιο επίπεδο οι κατευθυντήριες οδηγίες για τη μείωση των καρδιαγγειακών θανάτων βασίζονται στην τήρηση των θεραπευτικών στόχων ως προς την επίτευξη των «φυσιολογικών» τιμών χοληστερόλης στο αίμα. Στην προκείμενη περίπτωση οι ερευνητές θέλησαν να δουν κατά πόσο οι ασθενείς εφαρμόζουν τη θεραπεία με στατίνες βάσει των στόχων που θέτει το Εθνικό Ινστιτούτο Υγείας και Αριστείας (NICE) του Ηνωμένου Βασιλείου, δηλαδή 40% μείωση ή και περισσότερο των τιμών της LDL («κακής») χοληστερόλης. Και πόσο αυτό επηρεάζει τον μελλοντικό κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσησης.
Άντλησαν λοιπόν διαγνωστικά και συνταγογραφικά δεδομένα που είχαν καταχωρίσει 681 οικογενειακοί γιατροί στην εθνική βάση UK Clinical Practice Research Datalink και τα συσχέτισαν με νοσοκομειακά δεδομένα και στατιστικά για αίτια θανάτου.
Πλήρη στοιχεία ήταν τελικά διαθέσιμα για 165.411 ασθενείς που δεν είχαν υποβληθεί σε θεραπεία για καρδιακό νόσημα ή εγκεφαλικό επεισόδιο και που είχαν υποβληθεί σε μέτρηση των τιμών της χοληστερόλης τους τουλάχιστον μια φορά ετησίως πριν την έναρξη της αγωγής με στατίνη και τουλάχιστον μία ακόμη φορά δύο χρόνια μετά την έναρξη της σχετικής αγωγής.
Η μέση ηλικία των ασθενών όταν ξεκίνησαν τη θεραπεία με στατίνες ήταν 62 έτη, σχεδόν οι μισοί ήταν γυναίκες (48,5%) και όλοι είχαν ξεκινήσει τη λήψη στατίνων μεταξύ 1990-2016.
Η οποιαδήποτε μείωση της τιμής της χοληστερόλης κάτω από το 40% έπειτα από δύο χρόνια θεραπείας με στατίνες θεωρήθηκε ως «ανεπαρκής» ανταπόκριση στη θεραπεία. Αυτό αφορούσε στο 51% (84.609) των ασθενών.
Κατά τη διάρκεια των έξι ετών της μελέτης, καταγράφηκαν 22.798 νέες περιπτώσεις καρδιαγγειακής νόσου και οι 12.142 εξ αυτών των ασθενών είχαν αποτύχει να πετύχουν φυσιολογικά επίπεδα χοληστερόλης, ενώ οι 10.656 περιπτώσεις αφορούσαν σε άτομα που είχαν μειώσει τη χοληστερόλη τους κατά 40%.
Αφού συνεκτιμήθηκαν όλοι οι συνεισφέροντες παράγοντες, περιλαμβανομένης της ηλικίας, των επιπέδων της χοληστερόλης και των υποκείμενων παθήσεων προ της θεραπείας, οι ασθενείς που απέτυχαν να μειώσουν κατά 40% την χοληστερόλη μετά από δύο χρόνια αγωγής με στατίνες ήταν 22% πιθανότερο να εκδηλώσουν καρδιαγγειακή νόσο, από εκείνους που είχαν καλύτερη ανταπόκριση.
Για κάθε 1 mmol/l μείωση της LDL χοληστερόλης καταγραφόταν 6% μικρότερος κίνδυνος εγκεφαλικού επεισοδίου και μίνι εγκεφαλικού επεισοδίου στα άτομα που είχαν αποτύχει να πετύχουν τον στόχο του κατά 40% μείωσης.
Αλλά μεταξύ εκείνων που είχαν καλή ανταπόκριση στην θεραπεία με τις στατίνες, η κατά 1 mmol/l μείωση της χοληστερόλη συνεπαγόταν με 13% μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής νόσησης.
Οι ερευνητές εξηγούν ότι πολλοί παράγοντες παίζουν ρόλο στην παραπάνω διαφοροποίηση αλλά η γενετική σύσταση του καθενός και η αποτυχία εφαρμογής σωστά της συνταγογραφούμενης αγωγής αρκούν για να εξηγήσουν τις παραπάνω διαφορές.
Κι ενώ η μελέτη απλώς κάνει μια καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης και δεν εδραιώνει σχέση αιτίου-αποτελέσματος, αποτυπώνει τι συμβαίνει σε πραγματικές συνθήκες σε μια μεγάλη ομάδα ανθρώπων και ενδεχομένως να αφορά πολλούς περισσότερους ασθενείς.
Ο Δρ. Márcio Bittencourt, από το Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο του Σάο Πάολο της Βραζιλίας σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της μελέτης εξηγεί ότι «γιατροί και ασθενείς έχουν μερίδιο ευθύνης. Οι γιατροί συνταγογραφούν χαμηλότερες δόσεις λιγότερο αποτελεσματικών φαρμάκων, όταν δεν έχουν καλή γνώση των κατευθυντήριων οδηγιών ή επειδή δεν έχουν πειστεί για την αξία των στατίνων. Αλλά η σωστή εφαρμογή των κατευθυντήριων οδηγιών από γιατρούς και ασθενείς θα πρέπει να είναι κάθε φορά ο στόχος για τη βέλτιστη διαχείριση της υπερχοληστερολαιμίας».