Μακροπρόθεσμες βλάβες στους πνεύμονες και την καρδιά μπορεί να παρουσιάσουν όσοι προσβληθούν από τον ιό SARS-CoV-2, εντούτοις για πολλούς αυτό τείνει να βελτιωθεί εν καιρώ, σύμφωνα με την πρώτη προοπτική μελέτη σε ασθενείς με COVID-19 που παρουσιάστηκε στο Διεθνές Συνέδριο της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας.
Η όσο το δυνατόν συντομότερη υποβολή των ασθενών σε πρόγραμμα πνευμονικής αποκατάστασης, αφότου δεν έχουν πλέον την ανάγκη αναπνευστήρα ή εξέλθουν από τη μονάδα εντατικής θεραπείας, οδηγεί σε ταχύτερη ανάρρωση, βάσει μίας δεύτερης παρουσίασης κατά τις εργασίες του συνεδρίου.
Ερευνητές στο Τιρόλο της Αυστρίας, όπου και καταγράφηκε έξαρση του κορωνοϊού, παρακολούθησαν 86 σε αρχικό στάδιο (πλέον έχουν φθάσει τους 150) ασθενείς μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Στο πλαίσιο του προγράμματος, κλήθηκαν να επιστρέψουν στο νοσοκομείο έξι, 12 και 24 εβδομάδες μετά το εξιτήριο, ώστε να υποβληθούν σε κλινικό έλεγχο, εργαστηριακές εξετάσεις, ανάλυση της ποσότητας οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα στο αρτηριακό αίμα, εξέταση πνευμονικής λειτουργίας, αξονική τομογραφία και ηχοκαρδιογραφήματα.
Τη στιγμή της πρώτης επίσκεψής τους, περισσότεροι από τους μισούς ασθενείς είχαν τουλάχιστον ένα επίμονο σύμπτωμα, κυρίως δύσπνοια και βήχα, και οι αξονικές τομογραφίες έδειξαν πως παρέμενε βλάβη στους πνεύμονες στο 88% εξ αυτών. Ωστόσο, μέχρι την επόμενη επίσκεψή τους, 12 εβδομάδες μετά το εξιτήριο από το νοσοκομείο, τα συμπτώματα είχαν βελτιωθεί και η βλάβη στους πνεύμονες είχε μειωθεί στο 56%.
Σε αυτό το στάδιο, είναι πολύ νωρίς για να υπάρχουν αποτελέσματα από τις αξιολογήσεις στις 24 εβδομάδες, καθώς οι 86 ασθενείς εντάχθηκαν στο πρόγραμμα παρακολούθησης της υγείας τους μεταξύ 29ης Απριλίου και 9ης Μαΐου.
«Τα κακά νέα είναι ότι οι άνθρωποι παρουσιάζουν πνευμονική δυσλειτουργία από την COVID-19 για εβδομάδες μετά την έξοδό τους από το νοσοκομείο. Τα καλά νέα είναι ότι η βλάβη τείνει να βελτιωθεί με την πάροδο του χρόνου, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πνεύμονες διαθέτουν ένα μηχανισμό για την επιδιόρθωσή τους» επισήμανε η Δρ Sabina Sahanic, διδακτορική φοιτήτρια στην Πανεπιστημιακή Κλινική του Ίνσμπρουκ και μέλος της ομάδας που πραγματοποίησε τη μελέτη -η οποία περιλαμβάνει τους καθηγητές Judith Löffler-Ragg και Thomas Sonnweber και τον επίκουρο καθηγητή Ivan Tancevski.
Η μέση ηλικία των 86 ασθενών που συμπεριλήφθηκαν στην παρουσίαση που έγινε κατά τις εργασίες του συνεδρίου ήταν 61 έτη και το 65% από αυτούς ήταν άνδρες. Σχεδόν οι μισοί ήταν νυν ή πρώην καπνιστές και το 65% ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Δεκαoκτώ (21%) είχαν εισαχθεί σε μονάδα εντατικής θεραπείας (16%), 16 (19%) είχαν υποβληθεί σε μηχανική υποστήριξη της αναπνευστικής λειτουργίας και η μέση διάρκεια παραμονής τους στο νοσοκομείο ήταν 13 ημέρες.
Συνολικά 56 ασθενείς (65%) εμφάνισαν επίμονα συμπτώματα έπειτα από έξι εβδομάδες. Το πιο κοινό σύμπτωμα ήταν η δύσπνοια (40 ασθενείς, 47%), ακολουθούμενο από βήχα (13 ασθενείς, 15%). Κατά την επίσκεψη μετά την πάροδο 12 εβδομάδων, η δύσπνοια είχε βελτιωθεί και ήταν παρούσα σε 31 ασθενείς (39%). Ωστόσο, 13 ασθενείς (15%) εξακολουθούσαν να βήχουν.
Επίσης οι εξετάσεις για την πνευμονική λειτουργία έδειξαν βελτίωσή της μεταξύ των επισκέψεων στις έξι και 12 εβδομάδες.
Συγκεκριμένα στις έξι εβδομάδες, η σπιρομέτρηση (ο μέγιστος βίαια εκπνεόμενος όγκος στο πρώτο δευτερόλεπτο της εξέτασης, FEV1 ) σε 20 ασθενείς (23%) κυμαινόταν κάτω από το 80% των φυσιολογικών προβλεπόμενων τιμών και στις 12 εβδομάδες βελτιώθηκε για 18 ασθενείς.
Ο συνολικά δυνάμενος να εκπνευσθεί όγκος άερος (FVC) ήταν κάτω από το 80% των φυσιολογικών τιμών για 24 ασθενείς (28%) στις έξι εβδομάδες και βελτιώθηκε σε 16 ασθενείς (19%) στις 12 εβδομάδες. Και ως προς την εξέταση DLCO (μέθοδος μέτρησης του πόσο καλά μεταφέρεται το οξυγόνο και το διοξείδιο του άνθρακα από τους πνεύμονες στο αίμα και αντίθετα), 28 ασθενείς (33%) εμφάνισαν τιμές μικρότερες του 80% των φυσιολογικών και 19 ασθενείς (22%) είδαν βελτίωση στις 12 εβδομάδες.
Οι αξονικές τομογραφίες έδειξαν ότι η διαβάθμιση που καθορίζει τη σοβαρότητα της συνολικής πνευμονικής βλάβης μειώθηκε από οκτώ μονάδες στις έξι εβδομάδες σε τέσσερις μονάδες στις δώδεκα εβδομάδες. Η βλάβη από φλεγμονή και υγρό στους πνεύμονες που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό βελτιώθηκε εξίσου -ήταν παρούσα σε 74 ασθενείς (88%) στις έξι εβδομάδες και 48 ασθενείς (56%) στις 12 εβδομάδες.
Στις έξι εβδομάδες, τα ηχοκαρδιογραφήματα έδειξαν ότι 48 ασθενείς (58,5%) είχαν δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας της καρδιάς στο σημείο που χαλαρώνει και διαστέλλεται. Οι βιολογικοί δείκτες καρδιακής βλάβης, θρόμβων και φλεγμονής αυξήθηκαν σημαντικά.
«Δεν πιστεύουμε ότι η διαστολική δυσλειτουργία της αριστερής κοιλίας είναι συγκεκριμένη για την COVID-19, αλλά περισσότερο ένα σημάδι βαρύτητας της νόσου γενικά. Ευτυχώς, στην ομάδα του Ίνσμπρουκ, δεν παρατηρήσαμε σοβαρή καρδιακή δυσλειτουργία που σχετίζεται με τον κορωνοϊό στη μετά-οξεία φάση. Η διαστολική δυσλειτουργία που παρατηρήσαμε τείνει επίσης να βελτιώνεται με την πάροδο του χρόνου» αναφέρει επ’ αυτού η Sabina Sahanic.
Η ίδια συνοψίζει λέγοντας πως η μελέτη καταδεικνύει της σημασία της φροντίδας παρακολούθησης των ασθενών με βαριάς μορφής λοίμωξη COVID-19, και υπογραμμίζει πως η ακριβής εικόνα της υγείας του ασθενούς και του πώς μπορεί να έχει επηρεαστεί μακροπρόθεσμα από τον κορωνοϊό μπορεί να επιτρέψει την πολύ ταχύτερη αντιμετώπιση συμπτωμάτων και πνευμονικής βλάβης.
Σε δεύτερη παρουσίαση κατά τις εργασίες του Διεθνούς Συνεδρίου της Ευρωπαϊκής Πνευμονολογικής Εταιρείας επισημάνθηκε η σημασία του να ξεκινήσουν οι ασθενείς με COVID-19 πρόγραμμα πνευμονικής αποκατάστασης όσο το δυνατόν πιο γρήγορα αφότου δεν έχουν πλέον την ανάγκη αναπνευστήρα ή εξέλθουν από τη μονάδα εντατικής θεραπείας, ώστε να είναι ταχύτερη η ανάρρωσή τους.
Η Yara Al Chikhanie, διδακτορική φοιτήτρια στην κλινική Dieulefit Santé για την πνευμονική αποκατάσταση και το εργαστήριο Hp2 στο Πανεπιστήμιο Γκρενόμπλ-Άλπεις της Γαλλίας, παρακολούθησε την εβδομαδιαία πρόοδο ως προς την ικανότητα βάδισης 19 ασθενών που είχαν περάσει κατά μέσο όρο τρεις εβδομάδες σε μονάδα εντατικής θεραπείας και δύο εβδομάδες σε πνευμονολογική πτέρυγα νοσοκομείου πριν μεταφερθούν στην κλινική Dieulefit Santé για πνευμονική αποκατάσταση.
«Το πιο σημαντικό εύρημα ήταν ότι οι ασθενείς που εισήχθησαν για πνευμονική αποκατάσταση λίγο μετά την έξοδο από τη μονάδα εντατικής θεραπείας παρουσίασαν ταχύτερη πρόοδο από εκείνους που πέρασαν μεγαλύτερη περίοδο στην πνευμονολογική πτέρυγα, όπου και παρέμεναν αδρανείς. Όσο πιο γρήγορα ξεκινούσε η αποκατάσταση και όσο περισσότερο διαρκούσε, τόσο πιο γρήγορη και καλύτερη ήταν η βελτίωση της ικανότητας βάδισης, αναπνοής και αύξησης της μυικής μάζας» επισήμανε η ίδια.
Διαβάστε επίσης
Κορωνοϊός: Προβλήματα στους πνεύμονες παρουσίασαν ασθενείς τρεις μήνες μετά το εξιτήριο
Έρευνα – Κορωνοϊός: Πότε υπάρχει γενετική προδιάθεση για σοβαρή νόσο COVID-19