Δυνατό αλλά και απρόβλεπτο «κοκτέιλ» με ιούς της εποχικής γρίπης κυκλοφορεί στην Ευρώπη, προκαλώντας ανησυχία και κρατώντας σε εγρήγορση τους ειδικούς και τα υγειονομικά συστήματα. Η μέχρι τώρα δραστηριότητα της εποχικής γρίπης χαρακτηρίζεται χαμηλή προς μέτρια στις χώρες της Γηραιάς ηπείρου, ωστόσο οι αρμόδιοι βλέπουν μέσα στο «κοκτέιλ» των τύπων της γρίπης -Α(Η1Ν1), Α(Η3Ν2) και Β- ένα μείγμα που μπορεί να συντελέσει σε υψηλή θνησιμότητα, κυρίως των ηλικιωμένων ασθενών, και σε μεγάλη επιβάρυνση των συστημάτων υγείας.
Πυξίδα για τους ειδικούς στην Ευρώπη αποτελούν κι εφέτος τα δεδομένα από την κυκλοφορία του ιού της γρίπης στο νότιο ημισφαίριο. Εκεί η περίοδος εποχικής έξαρσης της γρίπης ήταν μέτρια προς σοβαρή. Σε ποσοστό 60% επικράτησε η γρίπη τύπου Α έναντι της γρίπης Β (40%), και από τα περιστατικά αυτά σχεδόν το 60% ήταν γρίπη τύπου Α (Η3Ν2).
Στην Ελλάδα η δραστηριότητα της γρίπης χαρακτηρίζεται από τους ειδικούς του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) πολύ χαμηλή ακόμη, γεγονός στο οποίο συνέβαλαν οι ήπιες καιρικές συνθήκες που επικρατούσαν μέχρι και την περασμένη εβδομάδα, αλλά και η ευαισθητοποίηση του κόσμου αναφορικά με τον αντιγριπικό εμβολιασμό, όπως αποτυπώθηκε και στη μεγάλη διάθεση των εμβολίων. Εφέτος διατέθηκαν 2,6 εκατ. εμβόλια, έναντι 2,1 εκατ. εμβολίων που είχαν διατεθεί κατά την περίοδο γρίπης Οκτώβριος 2018- Μάιος 2019.
Από τον περασμένο Οκτώβριο που έχει ενεργοποιηθεί η επιδημιολογική επιτήρηση της γρίπης στη χώρα μας, και μέχρι την περασμένη Κυριακή 22 Δεκεμβρίου έχουν καταγραφεί τέσσερα σοβαρά περιστατικά γρίπης, εκ των οποίων το ένα ήταν θανατηφόρο. Και στις τέσσερις περιπτώσεις – η μία αφορούσε σε παιδί ηλικίας 9 χρόνων- οι ασθενείς νοσηλεύτηκαν σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) με σοβαρές επιπλοκές της γρίπης, δίνοντας μάχη για τη ζωή τους. Τόσο το -πρώτο για εφέτος- θύμα της γρίπης, ένας 61χρονος, όσο και οι άλλοι ασθενείς δεν είχαν εμβολιαστεί, παρότι λόγω του ιστορικού της υγείας τους συγκαταλέγονταν στις ομάδες υψηλού κινδύνου για τις οποίες ο εμβολιασμός επιβάλλεται.
Κατά την περυσινή περίοδο είχε επικρατήσει η γρίπη τύπου Α (Η1Ν1). Στον ΕΟΔΥ είχαν δηλωθεί 374 ασθενείς με γρίπη που νοσηλεύτηκαν σε ΜΕΘ, εκ των οποίων οι 154 κατέληξαν. Σημειωτέον, πως ο ΕΟΔΥ εκτιμά πως οι θάνατοι λόγω γρίπης – που για διάφορους λόγους δεν δηλώθηκαν ή δεν αποδόθηκαν στη νόσο- ξεπέρασαν την περσινή περίοδο τους 1.000 στη χώρα μας. Αν αναλογιστεί δε κάποιος ότι η εποχική γρίπη βρίσκεται σε έξαρση περίπου δυο μήνες, από τα μέσα Ιανουαρίου ως τα μέσα Μαρτίου, και στο διάστημα αυτό καταγράφεται ο μεγαλύτερος αριθμός σοβαρών κρουσμάτων, νοσηλειών και θανάτων, εννοεί αμέσως και την τεράστια επιβάρυνση που δέχεται το σύστημα υγείας για το διάστημα αυτό. Ιδίως στο πεδίο των ΜΕΘ όπου η αναμονή για κλίνες πέρυσι αφορούσε κατά ημέρες έως και 60 -70 ασθενείς. Μάλιστα, στις αρχές του έτους υπήρξε μια κορύφωση στις νοσηλείες σε ΜΕΘ: 122 ασθενείς ήταν ταυτόχρονα νοσηλευόμενοι στις ΜΕΘ όλης της χώρας. Κανείς βεβαίως δεν γνωρίζει πόσοι ασθενείς περίμεναν να «ελευθερωθεί» ένα κρεβάτι ΜΕΘ ούτε για πόσους η έκβαση με τη γρίπη ή με άλλη ασθένεια κρίθηκε και εξαρτήθηκε από αυτήν την αναμονή ούτε πώς διαμορφώθηκε το αποτέλεσμά της.
Πώς κινείται η γρίπη στην Ευρώπη
«Η δραστηριότητα της εποχικής γρίπης είναι σταθερά αυξητική στην Ευρώπη. Στη χώρα μας παραμένει ακόμη χαμηλή. Αυτό που παρατηρούμε από τις αναλύσεις δειγμάτων κατά την εφετινή περίοδο 2019/2020 είναι πως κυκλοφορούν και οι τρεις τύποι της γρίπης, δηλαδή τα στελέχη Α (Η1Ν1) και Α(Η3Ν2) και ο τύπος Β, και πως δεν καταγράφεται τουλάχιστον ακόμη η κυρίαρχη τάση. Ειδικότερα, σε κάποιες χώρες της Ευρώπης κυκλοφορεί μόνο ο τύπος Β. Σε άλλες μόνο ο Α, σε μερικές χώρες συνεπικρατούν γρίπη τύπου Α και Β. Η αναλογία είναι 70% ιός τύπου Α και 30% γρίπη τύπου Β. Από τα στελέχη του τύπου Α το 65% είναι Η1Ν1 και το 35% είναι Η3Ν2. Γεγονός που μας ενδιαφέρει ιδιαιτέρως ώστε να γνωρίζουμε μέσα στα υγειονομικά συστήματα τι θα περιμένουμε και πως θα αντιμετωπίσουμε τα περιστατικά της γρίπης» λέει στο ΘΕΜΑ ο καθηγητής Παθολογίας Λοιμώξεων στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) κ. Σωτήρης Τσιόδρας.
Όπως εξηγεί, για παράδειγμα, η γρίπη τύπου Α (Η3Ν2) συνήθως προκαλεί σοβαρή νόσηση σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας, άνω των 65 χρόνων, και η γρίπη τύπου Α(Η3Ν2) προσβάλλει πιο εύκολα άτομα νεότερης ηλικίας, εφήβους και παιδιά. Ομοίως, είναι γνωστό στους ειδικούς ότι το αντιγριπικό εμβόλιο θωρακίζει καλύτερα έναντι των ιών Α(Η1Ν1) και Β, και λιγότερο έναντι του Α(Η3Ν2). Σημειώνει δε πως ακόμη και με τη μέτρια αποτελεσματικότητά του, το εμβόλιο επιτυγχάνει σημαντική μείωση του κινδύνου νοσηλειών και φυσικά θανάτων.
Με δεδομένα πάντως τα χαρακτηριστικά και τις επιπτώσεις κάθε τύπου γρίπης, αντιλαμβάνεται κάποιος τι σημαίνει να κυκλοφορούν όλοι οι τύποι της νόσου, πλήττοντας τον ευπαθή και μη πληθυσμό.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του European Centre for Disease Prevention and Control (ECDC) που παραθέτει ο κ. Τσιόδρας, από την επιδημιολογική επιτήρηση στην Ευρώπη προκύπτει πως υπάρχουν αρκετά σοβαρά περιστατικά που νοσηλεύονται με επιπλοκές σε ΜΕΘ. Η Βρετανία είναι η χώρα που βρίσκεται περισσότερο αντιμέτωπη με την «εισβολή» της εποχικής γρίπης, και μετρά ήδη εκατοντάδες νοσηλείες ατόμων που έχουν προσβληθεί κυρίως από γρίπη Α(Η3Ν2).
Ο ευρωπαϊκός φορέας χαρακτηρίζει μέτρια τη δραστηριότητα της γρίπης στη Βρετανία, όπως και στη Γαλλία και στη Γεωργία. Χαμηλή δραστηριότητα καταγράφεται στην Πορτογαλία (όπου κυριαρχεί ο τύπος Β), στη Σουηδία, στην Τσεχία, στη Σλοβενία και τη Σερβία. Ωστόσο, η ταχύτητα με την οποία εξαπλώνεται η γρίπη βάζει στο «κόκκινο» τη Βρετανία και την Πορτογαλία.
Το «όπλο» του εμβολιασμού
«Στην Ελλάδα, ο εμβολιασμός συστήνεται τους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο. Το ιδανικό είναι έως το τέλος Νοεμβρίου να έχουν εμβολιαστεί τα άτομα που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσηση» τονίζει ο κ. Τσιόδρας. Στις ομάδες αυτές συγκαταλέγονται άτομα άνω των 60 ετών, παιδιά και ενήλικοι με χρόνια νοσήματα, εγκύους, παχύσαρκα άτομα και ιατρονοσηλευτικό προσωπικό.
Μάλιστα, εκτιμάται πως το 20% των επαγγελματιών υγείας νοσεί από γρίπη, με ό,τι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για το φορτίο των ίδιων και του συστήματος υγείας. Παρά το γεγονός ότι το αντιγριπικό εμβόλιο συστήνεται σε γιατρούς και λοιπό προσωπικό των μονάδων υγείας, μόλις 1 στους 4 εμβολιάζεται έναντι της νόσου στη χώρα μας. Τα τελευταία χρόνια η στάση των επαγγελματιών υγείας αλλάζει απέναντι στον αντιγριπικό εμβολιασμό, παρότι υπάρχει περιθώριο περαιτέρω αλλαγής και βελτίωσης. Είναι ενδεικτικό ότι το 2015 είχε εμβολιαστεί το 11% των εργαζομένων στα νοσοκομεία και το 2018-2019 το ποσοστό σχεδόν τριπλασιάστηκε, φτάνοντας στο 31%.
Πάντως, σύμφωνα με τους επιστήμονες του ΕΟΔΥ, ο εμβολιασμός μπορεί να γίνεται ανά πάσα στιγμή έως το τέλος της περιόδου έξαρσης της νόσου.