Παρόλο που η βιταμίνη D είναι ευρέως γνωστή για το ρόλο της στην ανάπτυξη γερών οστών, τα χαμηλά της επίπεδα στο αίμα έχουν συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου. Κι όμως, σύμφωνα με μελέτες, τα συμπληρώματα βιταμίνης D δεν βοηθούν την υγεία της καρδιάς.
«Αρχικά υπήρχε αρκετός ενθουσιασμός για τη θεραπεία των καρδιαγγειακών παθήσεων με τη βιταμίνη D, βάσει παρατηρητικών δεδομένων που έδειχναν ότι τα άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D στο αίμα έχουν αυξημένο κίνδυνο για διάφορα προβλήματα υγείας, μεταξύ των οποίων η καρδιακή προσβολή, το εγκεφαλικό επεισόδιο, η καρδιακή ανεπάρκεια και ο αυξημένος κίνδυνος θανάτου. Ο συσχετισμός ήταν πραγματικά ισχυρός», αναφέρει η Δρ. Erin Michos, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής στην Ιατρική Σχολή Johns Hopkins στη Βαλτιμόρη.
Γεγονός είναι, όμως, ότι από τον συσχετισμό δεν προκύπτει πάντα και αιτιώδης σχέση. Τον Ιούνιο, μια ανάλυση 21 κλινικών δοκιμών που δημοσιεύθηκε στο JAMA Cardiology έδειξε ότι τα συμπληρώματα βιταμίνης D δεν μειώνουν τον κίνδυνο πρόκλησης καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου ή θανάτου από αυτά.
Μια μελέτη του 2018 με την ονομασία VITAL ήταν μέρος της ανάλυσης, με τους ερευνητές να εξετάζουν περισσότερους από 25.000 ανθρώπους στις ΗΠΑ που λάμβαναν είτε ένα καθημερινό συμπλήρωμα βιταμίνης D είτε ένα εικονικό φάρμακο.
«Η ερώτηση-κλειδί στην προκειμένη περίπτωση είναι αν χρειάζεται περισσότερη βιταμίνη D από αυτήν που απαιτείται για την υγεία των οστών για να έχουμε τη βέλτιστη καρδιακή υγεία. Η απάντηση, σύμφωνα με τις διαθέσιμες έρευνες, είναι μάλλον αρνητική», αναφέρει η Δρ. JoAnn Manson, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης VITAL που δημοσιεύθηκε στο New England Journal of Medicine.
Η Δρ. Manson, καθηγήτρια ιατρικής στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Harvard και επικεφαλής του τμήματος προληπτικής ιατρικής στο Νοσοκομείο Brigham and Women’s της Βοστόνης, δήλωσε ότι ακόμα και οι συμμετέχοντες με χαμηλότερα επίπεδα βιταμίνης D στην αρχή της μελέτης δεν παρουσίασαν μειωμένο κίνδυνο καρδιακής προσβολής και εγκεφαλικού επεισοδίου μετά τη λήψη των συμπληρωμάτων.
«Υπάρχουν κάποιες έρευνες που υποστηρίζουν ότι η βιταμίνη D μπορεί να μειώσει τον κίνδυνο καρδιακής ανεπάρκειας. Ωστόσο, οι μέχρι τώρα ενδείξεις για τη μέτρια έως υψηλή πρόσληψη βιταμίνης D μέσω συμπληρωμάτων υποστηρίζουν ότι δεν μειώνει τον κίνδυνο καρδιακής προσβολής ή εγκεφαλικού επεισοδίου», τονίζει η Δρ. Manson.
Επειδή η βιταμίνη D συντίθεται κυρίως μέσω του δέρματος μετά την έκθεση στο ηλιακό φως, η μελέτη VITAL επικεντρώθηκε και στις επιδράσεις των συμπληρωμάτων σε ανθρώπους με πιο σκούρο δέρμα. Συγκεκριμένα, περισσότερα από 5.000 άτομα από το σύνολο των 25.871 συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν Αφροαμερικανοί.
«Θελήσαμε να διευκρινίσουμε αν η βιταμίνη D θα είχε μεγαλύτερο όφελος για τους Αφροαμερικανούς και είδαμε κάποια σημάδια που θα μπορούσαν να αποτελούν όφελος όσον αφορά στον περιορισμό του καρκίνου, χωρίς όμως να είναι στατιστικά σημαντικά. Για την υγεία της καρδιάς, ωστόσο, δεν είδαμε κάποιο πρόσθετο όφελος βάσει της εθνικότητας ή της φυλής», σημειώνει η καθηγήτρια.
Η ίδια υποστηρίζει πως αυτά τα τελευταία ευρήματα είναι σημαντικά και εξαιτίας του γεγονός ότι οι άνθρωποι που λαμβάνουν μεγάλες δόσεις βιταμίνης D (άνω των 10,000 Ius/ημέρα) από τα συμπληρώματα χωρίς ουσιαστικό ιατρικό λόγο μπορεί τελικά να κάνουν κακό στην υγεία τους.
«Υπάρχουν κάποιες ανησυχίες για το ότι οι πολύ υψηλές δόσεις των συμπληρωμάτων ενδεχομένως να αυξάνουν τον κίνδυνο ασβεστοποίησης των αιμοφόρων αγγείων και τελικά να έχουν αντίστροφα αποτελέσματα. Επομένως, μια σημαντική αρχή είναι ότι το περισσότερο δεν είναι κατ’ ανάγκην και καλύτερο και στην πραγματικότητα η υπερβολική πρόσληψη βιταμίνης D μπορεί να έχει επιβλαβείς επιδράσεις», δηλώνουν οι ερευνητές.
Όπως δείχνουν τα επιστημονικά δεδομένα, λοιπόν, οι άνθρωποι που λαμβάνουν συμπληρώματα βιταμινών χωρίς να έχουν διαγνωσθεί με έλλειψη, θα κάνουν μεγαλύτερο καλό στην υγεία τους αν επικεντρωθούν σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής και όχι στη λήψη διάφορων σκευασμάτων.