Το δείγμα της μελέτης του καθηγητή Hedman, η οποία δημοσιεύθηκε τον περασμένο Ιούλιο στο Journal of Child Psychology and Psychiatry, ήταν ένα ομολογουμένως τεράστιο νούμερο ατόμων, πάνω από δυόμισι εκατομμύρια συμμετέχοντες που γεννήθηκαν στη Σουηδία μεταξύ 1979 και 2005. Οι άνθρωποι αυτής της μεγάλης ομάδας παρακολουθούνταν είτε μέχρι το τέλος του 2013 είτε μέχρι την πραγματοποίηση κάποιου άλλου συμβάντος: μετανάστευση, θάνατος, εμφάνιση διατροφικού νοσήματος ή αυτοάνοση νόσος. Ως εκ τούτου, η περίοδος παρακολούθησης κυμάνθηκε από 1 μήνα έως 22 έτη.
Συνολικά περισσότεροι από 26.000 άνθρωποι διαγνώστηκαν με κάποια διατροφική διαταραχή, ενώ πάνω από 110.000, με κάποιο αυτοάνοσο νόσημα.

Ξεκινώντας από το τελευταίο, να πούμε καταρχάς ότι οι γυναίκες ήταν πιο πιθανό να παρουσιάσουν αυτοάνοση ασθένεια σε σχέση με τους άνδρες (62.605 έναντι 48.796). Στην εν λόγω έρευνα οι πιο διαδεδομένες αυτοάνοσες ασθένειες ήταν η κοιλιοκάκη (σχετιζόμενη με τη δυσαπορρόφηση και την εντερική ευαισθησία στη γλουτένη), ο διαβήτης τύπου 1 (που σχετίζεται με την αδυναμία του σώματος να παράγει επαρκή ινσουλίνη) και η ψωρίαση (κατάσταση του δέρματος).

Από εκεί και πέρα, η ανάλυση της σχέσης μεταξύ των διατροφικών διαταραχών και των αυτοάνοσων ασθενειών έδειξε ότι τόσο στους άνδρες όσο και στις γυναίκες, η αυτοάνοση ασθένεια που έχει προηγηθεί συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης διατροφικών διαταραχών. Δηλαδή, όταν κάποιος έχει κάποιο αυτοάνοσο νόσημα, αυξάνονται οι πιθανότητες για να εμφανίσουν και κάποια διατροφική διαταραχή. Στις γυναίκες, υπήρχε αυξημένος κίνδυνος για νευρική ανορεξία μετά από διάγνωση της νόσου του Crohn, κοιλιοκάκη, ψωρίαση και διαβήτη τύπου 1.

Μάλιστα στις γυναίκες βρέθηκε και η αντίθετη σχέση. Δηλαδή, οι γυναίκες που διαγνώστηκαν με κάποια διατροφική διαταραχή ήταν σε μεγαλύτερο κίνδυνο για να εμφανίσουν κάποιο αυτοάνοσο νόσημα. Τα ποσοστά που σύμφωνα με την έρευνα συγκροτούσαν αυτές τις πιθανότητες, μάλλον τρομάζουν. Οι γυναίκες που διαγνώστηκαν με οποιαδήποτε διατροφική διαταραχή είχαν 114% αυξημένο κίνδυνο να διαγνωσθούν με κάποια αυτοάνοση ασθένεια το επόμενο έτος, 48% μεταξύ του πρώτου και του τέταρτου έτους και 32% μετά από αυτό!

Ο λόγος που εμφανίζεται αυτή η αμφίδρομη σχέση μεταξύ αυτοάνοσων και διατροφικών διαταραχών υποδηλώνει ότι και τα δύο προβλήματα υγείας συμμετέχουν είτε στον ίδιο μηχανισμό είτε σε κάποιο παράγοντα που αυξάνει τον κίνδυνο. Η δυσλειτουργία της ανοσολογικής λειτουργίας μπορεί να είναι ένας τέτοιος κοινός μηχανισμός. Για παράδειγμα, οι μη φυσιολογικές συγκεντρώσεις οιστρογόνων και κυτοκινών και η χαμηλή συγκέντρωση και  ποικιλία μικροβίων του εντέρου, μπορεί να αποτελούν τέτοιες καταστάσεις.

Στην εξίσωση μπαίνουν και περιβαλλοντικοί παράγοντες, καθώς και μανιέρες συμπεριφοράς. Π.χ. στην περίπτωση της κοιλιοκάκης, ο μόνιμος διαιτητικός περιορισμός μπορεί να αυξήσει την ανησυχία και το άγχος για το φαγητό, αυξάνοντας ενδεχομένως τον κίνδυνο για παθολογικές συμπεριφορές διατροφής, όπως είναι η ανορεξία.

Εν ολίγοις, η πολύπλοκη σχέση μεταξύ διατροφικών διαταραχών και αυτοάνοσων ασθενειών μπορεί να οφείλεται σε διάφορους βιολογικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Ως εκ τούτων, συνιστάται η παρακολούθηση ασθενών με νευρική ανορεξία, βουλιμία κ.λπ. λόγω του αυξημένου κινδύνου για εμφάνιση αυτοάνοσων ασθενειών, όπως επίσης και ασθενών που έχουν διαγνωστεί με κάποιο αυτοάνοσο.