Συμβόλαια υγείας με πλήθος παροχές προσφέρουν οι εγχώριες ασφαλιστικές εταιρίες που, όμως, πολλές φορές προκαλούν… βέρτιγκο στους ενδιαφερόμενους με συνέπεια να αδυνατούν να επιλέξουν.
Σύμφωνα με πηγές της αγοράς τα κριτήρια βάσει των οποίων πρέπει κάποιος να επιλέγει ένα πρόγραμμα υγείας είναι οι πραγματικές του ανάγκες, αλλά και οι οικονομικές του δυνατότητες. Πιο αναλυτικά, συνήθως τα επίμαχα προγράμματα καλύπτουν πλήρως:
- Την αποκατάσταση των οικονομικών συνεπειών μίας πιθανής ασθένειας ή ατυχήματος δικού σας ή της οικογένειάς σας. «Αυτό που είθισται να ρωτάμε τους ασφαλισμένους πριν από την υπογραφή μίας σύμβασης είναι εάν σήμερα συνέβαινε σε εκείνους ή στην οικογένειά τους κάποιο πρόβλημα υγείας και η αποκατάστασή του απαιτούσε ένα σημαντικό ποσό (π.χ. 20.000 ευρώ, 30.000 ευρώ κ.ά.) πως θα το αντιμετώπιζαν», εξηγούν στο ygeiamou οι παραπάνω πηγές, υπογραμμίζοντας πως η πλειονότητα των Ελλήνων απαντά πως θα έβαζε το χέρι στην… τσέπη, χρησιμοποιεί, δηλαδή, τις όποιες αποταμιεύσεις, ενώ θα μπορούσε κάλλιστα να αξιοποιήσει την ιδιωτική ασφάλιση.
- Τις δαπάνες νοσοκομειακής ή και εξωνοσοκομειακής περίθαλψης. Στη δεύτερη περίπτωση, αφορά σε όλα τα έξοδα που κάνει κάποιος πριν την εισαγωγή του σε κάποιο νοσοκομείο και συγκεκριμένα ιατρικές επισκέψεις, κατόπιν ραντεβού ή στα εξωτερικά ιατρεία κλινικών, διαγνωστικές εξετάσεις – συνηθέστερα έως και 10.000 ευρώ/ετησίως – όπως αξονικές, μαγνητικές, αναλύσεις αίματος – ούρων κ.λπ., και ετήσιο check-up. Οι προληπτικές εξετάσεις έχουν αποδειχθεί πολύ σημαντικές για τον έγκαιρο εντοπισμό και την αντιμετώπιση ζητημάτων υγείας. Ακόμη, δηλαδή και εάν δεν έχετε εισέλθει σε κρίσιμες – κατά την ιατρική – ηλικίες που επιβάλλεται να ελέγχουν ανά τακτά διαστήματα την υγεία τους, ένα γενικό τσεκάρισμα θα σας βοηθήσει να αξιολογήσετε σε τι κατάσταση βρίσκεται ο οργανισμός σας, προλαμβάνοντας τα χειρότερα.
- Του εισοδήματος που χρειάζεστε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας για άλλες οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ σας απαλλάσσει από την υποχρέωση καταβολής ασφαλίστρων σε περίπτωση μόνιμης ολικής ανικανότητας. Αξίζει να αναφερθεί πως η μόνιμη ανικανότητα ενεργοποιείται στην περίπτωση που ένα περιστατικό κριθεί μόνιμο και μη ιάσιμο, προσφέροντας κάλυψη μέχρις ότου ο ασφαλισμένος να φτάσει σε ηλικία συνταξιοδότησης ή επέλθει απώλεια ζωής. Στον αντίποδα, η πρόσκαιρη ανικανότητα καλύπτει τον εργαζόμενο για ατύχημα ή ασθένεια, με την προϋπόθεση ότι εκείνος θα επιστρέψει στην εργασία του το αργότερο εντός διετίας. Συνήθως η κάλυψη ξεκινά μετά από σχεδόν ένα μήνα από την ημέρα του συμβάντος, μιας και το επίμαχο διάστημα ο μισθός καλύπτεται από τον εργοδότη και τον ασφαλιστικό φορέα.
«Οι ασφαλισμένοι έχουν την δυνατότητα να επιλέξουν οι ίδιοι το νοσοκομείο, τη θέση νοσηλείας, τον ιατρό, το ύψος και το είδος των παροχών ανάλογα με τις ανάγκες, την ηλικία και το επάγγελμά τους, διαμορφώνοντας ανάλογα και το ποσό των ασφαλίστρων που θα καταβάλουν», τονίζουν οι ίδιες πηγές της αγοράς.