Οι γυναίκες που επιλέγουν να ξυρίζουν ή να αποτριχώνουν την ηβική περιοχή μπορεί τελικά να μην αυξάνουν τον κίνδυνο για Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενα Νοσήματα (ΣΜΝ), σύμφωνα με νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο PLOS ONE και υποστηρίζει δεν βρήκε κάποια σύνδεση μεταξύ του «υπερβολικού» καλλωπισμού και ασθενειών όπως τα χλαμύδια ή η γονόρροια.
Προηγούμενες έρευνες και διάφορες αναφορές στα ΜΜΕ προειδοποιούσαν τις γυναίκες για την ύπαρξη σχέσης μεταξύ της αφαίρεσης του ηβικού τριχώματος και των ΣΜΝ, οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Πολιτείας του Οχάιο, όμως, έρχονται για να ανατρέψουν αυτό τον ισχυρισμό.
Σχεδίασαν μια μελέτη η οποία, αντίθετα με τις προηγούμενες απόπειρες σε αυτόν τον τομέα, βασίστηκε σε εργαστηριακά τεκμηριωμένες διαγνώσεις δύο συχνών ΣΜΝ. Στη μελέτη συμμετείχαν 214 φοιτήτριες, με τους ερευνητές να εξετάζουν κάθε πιθανό σύνδεσμο μεταξύ του «υπερβολικού» καλλωπισμού στην εν λόγω περιοχή -αφαίρεση του ηβικού τριχώματος τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα ή τουλάχιστον έξι φορές το μήνα- και της θετικής ένδειξης για χλαμύδια ή γονόρροια. Όπως αποδείχθηκε, δε βρήκαν καμία απολύτως σύνδεση.
Η Jamie Luster, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και απόφοιτη του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου, δήλωσε πως δεν εξεπλάγη από τα αποτελέσματα, κυρίως επειδή δεν υπάρχει κάποιος σαφής βιολογικός λόγος για να πιστεύουμε ότι το ξύρισμα ή η αποτρίχωση θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυξημένο κίνδυνο για τα δύο αυτά σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Οι γυναίκες που συμμετείχαν στη μελέτη, έκαναν τις απαραίτητες εξετάσεις για ΣΜΝ και απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο όπου καλούνταν να δηλώσουν τις συμπεριφορές τους γύρω από το σεξ και τον καλλωπισμό. Σχεδόν όλες (98%) δήλωσαν πως είχαν κάποιο είδος καλλωπισμού και σε ποσοστό από 18 έως 54% καλλωπίζοντας «υπερβολικά», με βάση τους δύο τρόπους μέτρησης που χρησιμοποιήθηκαν στη μελέτη. Οι συμμετέχουσες επέτρεψαν, επίσης, στους ερευνητές να παραλάβουν εκείνοι τα αποτελέσματα των εξετάσεών τους για τα ΣΜΝ, με το 10% αυτών να αποδεικνύονται τελικά θετικά.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να τονίσουμε ότι, παρόλο που η μελέτη ήταν μικρή, οι γυναίκες είναι σημαντικό να γνωρίζουν ότι η έρευνα στον τομέα αυτό δεν είναι καταληκτική, παρά τα όσα μπορεί να ακούσει κανείς σχετικά με το ζήτημα. Αυτό που αναδεικνύεται μέσα από αυτή τη νέα μελέτη, η οποία πάντως λαμβάνει σοβαρά υπόψιν και άλλους πιθανούς παράγοντες όπως η συχνότητα της σεξουαλικής επαφής, το εισόδημα, η εθνικότητα και το φύλο, είναι η σημασία της λήψης μέτρων για τη μείωση του κινδύνου των Σεξουαλικώς Μεταδιδόμενων Νοσημάτων.