Όταν το ζήτημα προσγειώνεται για πρώτη φορά στο κρεβάτι του ζευγαριού, μπορεί να υπάρχει μπόλικη καλή θέληση για φιλική επίλυση των διαφορών στη σεξουαλική επιθυμία. Παρόλα αυτά, καθώς αυτές οι αναντιστοιχίες διάθεσης συνεχίζονται, προστίθενται σε όλες τις άλλες ασήμαντες διαφωνίες της καθημερινότητας και βλάπτουν τα συναισθήματα και των δύο. Άρα, πώς τα ζευγάρια διαπραγματεύονται τη συχνότητα του σεξ;

Αυτή είναι η ερώτηση που έθεσε ο Νορβηγός ψυχολόγος Trond Grøntvedt και οι συνεργάτες του σε πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Evolutionary Behavioral Sciences. Για τη μελέτη αυτή, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν 92 ετεροφυλόφιλα ζευγάρια ηλικίας 19 έως 30 ετών που διέμεναν στη Νορβηγία (προσοχή, αυτή η λεπτομέρεια είναι σημαντική), τα οποία είχαν στενή σχέση για πάνω από ένα μήνα. Κάθε σύντροφος κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήματα που φώτιζαν διάφορες πτυχές της σχέσης τους, της ερωτικής ζωής τους, αλλά και της προσωπικότητάς τους. Τα ερωτηματολόγια δόθηκαν χωριστά, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η ανεξαρτησία των απαντήσεων.

Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν πολλά από αυτά που ήδη γνωρίζαμε, αλλά πήγαν λίγο βαθύτερα σε πράγματα που δεν είναι τόσο ευρέως γνωστά:

α) Η ποιότητα της σχέσης συσχετίζεται με τη συχνότητα του σεξ. Τα ευτυχισμένα ζευγάρια κάνουν σεξ πιο συχνά από τα ζευγάρια που δεν διάγουν βίον ανθόσπαρτον.

β) Τα ζευγάρια που ως άτομα ήταν προηγουμένως πιο ανοικτοί στο casual sex (για διασκέδαση) είχαν περισσότερες σεξουαλικές επαφές (εντός της σχέσης), σε σύγκριση με εκείνους που βλέπουν το σεξ αυστηρά ως έκφραση αγάπης και ψυχικού δεσίματος.

γ) Οι γυναίκες και όχι οι άνδρες είναι που καθορίζουν πότε και πόσο συχνά το ζευγάρι έχει συνουσία. Το πιο σημαντικό στοιχείο μιας σχέσης γεμάτης σεξ είναι πάντα μια γυναίκα που «το πηγαίνει το γράμμα» και «απλώνει το σεντόνι». Τελεία.

δ) Η ρητορική διαπραγμάτευση μεταξύ των συντρόφων για το σεξ είναι κάτι σπάνιο, καθώς διστάζουν να συζητήσουν μεταξύ τους. Συνηθέστερα, ο σύντροφος με τη μεγαλύτερη όρεξη αναγκάζεται  από τον σύντροφο με τη χαμηλότερη όρεξη να συμβιβαστεί, συμφωνώντας σε ένα ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο, που μερικές φορές βέβαια ισούται με μηδέν.

ε) Όταν οι ανάγκες ενός συντρόφου δεν καλύπτονται, η δυσαρέσκεια αυξάνεται και η ικανοποίηση από τη συμβίωση μειώνεται.

Κάπου εκεί αρχίζουν τα ευχολόγια και οι ανεφάρμοστες, πρακτικά, συμβουλές. Ότι δηλαδή για να αποφευχθεί αυτός ο φαύλος κύκλος απογοήτευσης και δυσαρέσκειας, τα ζευγάρια πρέπει να συμβιβαστούν σε όλους τους τομείς όπου οι προτιμήσεις τους διαφέρουν. Ότι πρέπει να είμαστε πρόθυμοι να κάνουμε πράγματα για τον/τη σύντροφό μας που δεν μας πολυαρέσουν, σε αντάλλαγμα για τα πράγματα που κάνουν για εμάς εκείνοι, ακόμη και αν δεν αισθάνονται ιδιαίτερα χαρούμενοι όταν τα κάνουν. Μόνο όταν ικανοποιούνται οι ανάγκες και των δύο συντρόφων σε εύλογο βαθμό, μια σχέση μπορεί να είναι χαρούμενη και επιτυχημένη, αλλά αυτό είναι ωραίο όταν γίνεται πηγαία και αυθόρμητα.

Μετά λόγου γνώσης, τα πραγματικά ερωτήματα που προκύπτουν από τα ανωτέρω δεν μπορεί παρά να είναι δύο: Να χωρίσω (αναζητώντας εκ νέου ένα πιο ταιριαστό ταίρι) ή να καλύψω τις ανάγκες μου με μια μικρή περιπέτεια; Αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα.