Γνωρίζετε κάποιον/α και τα πάτε καλά. Πιστεύετε πως βρήκατε επιτέλους τον άνθρωπο που ψάχνατε τόσο καιρό. Υπάρχει άραγε κάποιος τρόπος να μάθετε αν αυτή η σχέση θα προχωρήσει ή αν απλά θα τελειώσει όπως τόσες και τόσες άλλες;
Η Samantha Joel, καθηγήτρια ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Western του Οντάριο στον Καναδά, κατανοεί αυτή την ανησυχία και ετοιμάζεται να πραγματοποιήσει μία σημαντική έρευνα που θα εξετάζει ποιοι είναι οι παράγοντες που κάνουν αυτές τις συντροφικές σχέσεις να «δουλεύουν»; Πρόκειται για ένα μυστικό που, αν ανακαλυφθεί, θα μπορούσε να βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους που αναζητούν τον άνθρωπο της ζωής τους να αποφασίζουν αν πρέπει να επενδύσουν για μία μακροχρόνια σχέση ή αν πρέπει να εγκαταλείψουν την προσπάθεια πριν να είναι αργά.
«Είχα πάντα την απορία για το τι κάνει τις σχέσεις να δουλεύουν και τι όχι», δήλωσε η ερευνήτρια.
Ξεκινώντας την προσπάθειά της η Samantha Joel από το Πανεπιστήμιο του Δυτικού Οντάριο θα εξετάσει 150 νέες σχέσεις και θα μετρήσει τις προσδοκίες των συντρόφων και την πραγματικότητα της σχέσης. Αυτή η μελέτη θα είναι η πιο περιεκτική εξετάζοντας πώς οι εμπειρίες των νέων σχέσεων θέτουν τις βάσεις για την ποιότητα της σχέσης σε ύστερο στάδιο.
«Εξετάζει την υπόθεση ότι ορισμένα ζευγάρια είναι εκ φύσεως πιο συμβατά από άλλα αντί να παλεύουν για τη συμβατότητα μέσω πολλής προσπάθειας», εξήγησε η κ. Joel.
Στα πλαίσια της μελέτης, οι εθελοντές θα εξετάζονται εβδομαδιαία για να κατανοούνται ατομικά και κοινά ορόσημα και ελπίδες: Πόσο γρήγορα άλλαξαν την κατάσταση σχέσης τους στα κοινωνικά δίκτυα; Πόσο συχνά βλέπουν ο ένας τον άλλο ή τρώνε μαζί; Αισθάνονται ότι έχουν τον σεβασμό του «άλλου τους μισού»; Πόσο γρήγορα σύστησαν τη νέα τους σχέση στους φίλους και την οικογένειά τους;
Επιπρόσθετα, οι εθελοντές θα συμπληρώσουν στο εργαστήριο μία σειρά βίντεο με τους συντρόφους τους. Ειδικοί θα αξιολογήσουν τις αντιδράσεις για την ταχύτητα απόκρισής τους (κατανόηση, επιβεβαίωση, ενδιαφέρον) μέσα από θετικές και αρνητικές συμπεριφορές.
Τέλος, οι εθελοντές θα παρακολουθηθούν για τα επόμενα δύο χρόνια για να καθορίσουν ποιοι παράγοντες μπορεί να σχετίζονται ή να προβλέπουν τη βιωσιμότητα της σχέσης.
«Το κακό με τις νέες σχέσεις είναι πως είναι πραγματικά δύσκολο να μελετηθούν γιατί είναι πραγματικά τόσο εφήμερες. Για αυτή τη μελέτη ο στόχος είναι να είναι πιο περιγραφική» εξηγεί η ερευνήτρια.
Υπάρχουν δύο τύποι δόμησης σχέσεων που η ίδια η Δρ. Joel βρίσκει ενδιαφέροντες και αναμένεται να είναι κομβικοί για τη μελέτη αυτή.
Τα άτομα που επενδύουν πολλά στην αναζήτηση επειδή πιστεύουν στη συμβατότητα από την αρχή. Δίνουν προτεραιότητα στην εξεύρεση της τέλειας αντιστοίχησης και έχουν αυτοέλεγχο για να μη σπαταλήσουν χρόνο και ενέργεια με τον λάθος άνθρωπο.
Από την άλλη μεριά είναι όσοι πιστεύουν ότι οι ισχυρές και σταθερές σχέσεις κτίζονται και δεν γεννιούνται. Σπαταλούν χρόνο και ενέργεια στα αρχικά στάδια της σχέσης και πιστεύουν ότι θα τους οδηγήσει σε μία καλύτερη μακροχρόνια σχέση.
Ουσιαστικά, τα συμπεράσματα της έρευνας θα βοηθήσουν να γίνουν κατανοητοί οι παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε μία χαρούμενη, συντροφική σχέση ή σε μία απογοήτευση.
«Αυτό είναι κάτι που συμβαίνει και έχει σημασία. Όταν οι σχέσεις κυλούν ομαλά τότε έχουν πλεονεκτήματα. Όταν όμως χάνονται έχουν κόστος. Το είδος της μελέτης είναι τέτοιο που δεν έχω καμία αμφιβολία ότι θα προκύψουν χρήσιμα δεδομένα και θα αποκαλυφθούν ενδιαφέρουσες αλήθειες», καταλήγει η Samantha Joel.