Λίγες είναι οι γυναίκες που κάνουν συχνά σεξ καθώς μεγαλώνουν και ακόμα λιγότερες εκείνες που το απολαμβάνουν μετά την εμμηνόπαυση. Παρόλο που αυτά τα στοιχεία δεν αποτελούν έκπληξη, οι αιτίες αυτής της πτωτικής τάσης μπορεί να κάνουν τη διαφορά: Ενώ οι προηγούμενες έρευνες επικεντρώθηκαν εκτενώς στις βιολογικές και μόνο αιτίες, μια νέα βρετανική μελέτη αναγνωρίζει και τους ψυχοκοινωνικούς παράγοντες του φαινομένου, όπως σημειώνεται στη σχετική δημοσίευση στο Menopause.
Το ζήτημα της πτώσης της λίμπιντο και της σεξουαλικής ικανοποίησης μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της κλιμακτηρίου και μετά την εμμηνόπαυση έχει αναχθεί σε τακτική θεματολογία των γυναικείων περιοδικών τα τελευταία χρόνια. Πολλές έρευνες, μάλιστα, έχουν πραγματοποιηθεί ακριβώς για να εξετάσουν βιολογικούς παράγοντες όπως οι εξάψεις, η διαταραχή του ύπνου, η ξηρότητα του κόλπου και η επώδυνη διείσδυση. Ωστόσο, πολύ λιγότερα έχουν γίνει γνωστά για τις επιπτώσεις των διάφορων ψυχοκοινωνικών αλλαγών που εμφανίζονται συχνά μετά την εμμηνόπαυση. Αυτές οι αλλαγές μπορεί να περιλαμβάνουν ανησυχίες σχετικά με την εικόνα της γυναίκας, την αυτοπεποίθησή της και την αίσθηση ότι είναι επιθυμητή, το στρες, τις διακυμάνσεις της διάθεσης και τα διάφορα προβλήματα στη σχέση.
Η έρευνα που διεξήχθη για τις ψυχοκοινωνικές επιρροές, λοιπόν, περιελάμβανε σχεδόν 4.500 μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, που συμμετείχαν στη Βρετανική Συνεργατική Δοκιμή για τον Έλεγχο του Καρκίνου των Ωοθηκών (UKCTOCS), και εξέτασε τα γενικότερα δεδομένα προκειμένου να μελετήσει πώς ένιωθαν οι γυναίκες όσον αφορά το ζήτημα αυτό, αλλά και το βάθος αυτών των συναισθημάτων.
Μεταξύ άλλων, τα δεδομένα σεξουαλικής δραστηριότητας που προέκυψαν από τη UKCTOCS έδειξαν, καταρχάς, ότι πριν την έναρξη των ετήσιων ελέγχων, σχεδόν οι μισές από τις γυναίκες ήταν σεξουαλικά ενεργές. Με την πάροδο του χρόνου, όμως, παρατηρήθηκε μείωση σε όλες τις πτυχές της σεξουαλικής δραστηριότητας: ήταν λιγότερο συχνή, λιγότερο ευχάριστη και λιγότερο άνετη, ενώ ο βασικός λόγος για την έλλειψη σεξουαλικής δραστηριότητας ήταν η απουσία συντρόφου, κυρίως λόγω χηρείας.
Άλλοι λόγοι που εντοπίστηκαν σε αρκετές περιπτώσεις μειωμένης δραστηριότητας ήταν (με σειρά κατάταξης) η κατάσταση υγείας του συντρόφου, η σεξουαλική δυσλειτουργία του, τα προβλήματα σωματικής υγείας της ίδιας της γυναίκας, τα συμπτώματα που σχετίζονταν με την εμμηνόπαυση και η φαρμακευτική αγωγή. Αυτά που συνέβαλλαν πιο συχνά στη χαμηλή λίμπιντο ήταν τα προβλήματα στη σχέση, οι δουλειές που έπρεπε να γίνουν και η αντίληψη σχετικά με τη γήρανση. Μόνο το 3% των συμμετεχουσών περιέγραψαν θετικές σεξουαλικές εμπειρίες, ενώ μόνο το 6% αναζήτησε ιατρική βοήθεια για τα σεξουαλικά προβλήματα.