Μια νέα μελέτη υποστηρίζει ότι αφενός οι παραδοσιακοί χαρακτηρισμοί «ομοφυλόφιλος – gay», «αμφιφυλόφιλος – bisexual» και «ετεροφυλόφιλος – straight» δεν αντιπροσωπεύουν το πλήρες φάσμα της ανθρώπινης σεξουαλικότητας και αφετέρου ότι η έλξη που αισθάνεται ένα άτομο για το ίδιο ή το αντίθετο φύλο μπορεί να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου.
Η μελέτη, που δημοσιεύθηκε στο Journal of Sex Research, ανέλυσε δεδομένα από περίπου 12.000 μαθητές και διαπίστωσε ότι οι σημαντικές αλλαγές στην έλξη, στους συντρόφους και στη σεξουαλική ταυτότητα είναι συχνές από την εφηβεία μέχρι και τις αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής ενός ανθρώπου, όπως επίσης από τις αρχές τις τρίτης δεκαετίας μέχρι και τα τέλη της, υποδεικνύοντας ότι η ανάπτυξη του σεξουαλικού προσανατολισμού συνεχίζεται πέρα από την εφηβεία και αρκετά μετά την ενηλικίωση. Τα αποτελέσματα δείχνουν επίσης την ύπαρξη διαφορετικών αναπτυξιακών οδών για τους άνδρες και τις γυναίκες, καθώς η γυναικεία σεξουαλικότητα γίνεται πιο ρευστή με την πάροδο του χρόνου.
«Ο σεξουαλικός προσανατολισμός περιλαμβάνει πολλές πτυχές της ζωής, όπως το για ποιον νιώθουμε έλξη, με ποιον έχουμε σεξουαλική επαφή και πώς αυτοπροσδιοριζόμαστε. Μέχρι πρόσφατα, οι ερευνητές επικεντρώνονταν σε μία μόνο από αυτές τις πτυχές ή τις διαστάσεις για να αξιολογήσουν και να κατηγοριοποιήσουν τους ανθρώπους. Ωστόσο, αυτό μπορεί να υπεραπλουστεύει την κατάσταση, αφού, για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως ετεροφυλόφιλος, ενώ παράλληλα έχει συνευρεθεί σεξουαλικά με συντρόφους του ίδιου φύλου», εξηγεί η Christine Kaestle, καθηγήτρια Αναπτυξιακής Υγείας στο Virginia Tech.
Προκειμένου να ληφθούν υπόψη όλες οι διαστάσεις της σεξουαλικότητας με την πάροδο του χρόνου, η Δρ. Kaestle χρησιμοποίησε στοιχεία από την Εθνική Διαχρονική Μελέτη Υγείας από την Εφηβεία μέχρι την Ενήλικη Ζωή, η οποία παρακολούθησε Αμερικανούς φοιτητές από την ηλικία των 16-18 ετών μέχρι τα τέλη της τρίτης δεκαετίας της ζωής τους και στα πρώτα χρόνια της τέταρτης δεκαετίας. Σε τακτά χρονικά διαστήματα, οι συμμετέχοντες καλούνταν να απαντήσουν για το φύλο από το οποίο προσελκύονταν, το φύλο των συντρόφων τους και το αν τα άτομα αυτά χαρακτηρίζονταν «ετεροφυλόφιλα», «ομοφυλόφιλα» ή «αμφιφυλόφιλα».
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι εμπειρίες σεξουαλικού προσανατολισμού κάποιων ανθρώπων ποικίλλουν με την πάροδο του χρόνου και οι τρεις παραδοσιακές κατηγορίες «straight», «bisexual» και «gay» είναι ανεπαρκείς για να περιγράψουν τα διαφορετικά πρότυπα έλξης, συντρόφων και ταυτότητας με την πάροδο του χρόνου. Σύμφωνα με τις ενδείξεις, τέτοια αναπτυξιακά μοτίβα περιγράφονται καλύτερα σε εννέα κατηγορίες, που διαφέρουν τόσο για τους άνδρες όσο και για τις γυναίκες.
Για τους νέους άνδρες αυτά τα μοτίβα έχουν κατηγοριοποιηθεί ως:
– straight (87%),
– κυρίως straight ή bi (3,8%),
– αναδυόμενοι gay (2,4%)
– με ελάχιστη σεξουαλική έκφραση (6,5%).
Από την άλλη πλευρά, οι νέες γυναίκες περιγράφηκαν καλύτερα από πέντε κατηγορίες:
– straight (73,8%),
– κυρίως straight με διακοπές (10,1%),
– αναδυόμενες bi (7,5%),
– αναδυόμενες λεσβίες (1,5%)
– με ελάχιστη σεξουαλική έκφραση (7%).
Οι straight αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ομάδα και εμφάνισαν τις λιγότερες αλλαγές στις σεξουαλικές τους προτιμήσεις με την πάροδο του χρόνου. Ενδιαφέρον είναι ότι οι άντρες ήταν πιο πιθανό να είναι straight (9/10) σε σύγκριση με λιγότερο από τα 3/4 των γυναικών. Αντίστοιχα τις περισσότερες αλλαγές ανέφεραν οι άνδρες και οι γυναίκες στη μέση του φάσματος της σεξουαλικότητας, καθώς και εκείνοι των «αναδυόμενων» ομοφυλοφιλικών ομάδων και των λεσβιών.
Για παράδειγμα, το 67% των γυναικών στην ομάδα των «κυρίως straight με διακοπές» προσελκύστηκε και από τα δύο φύλα στα πρώτα χρόνια της ενήλικης ζωής τους. Ωστόσο, ο αριθμός αυτός μειώθηκε σχεδόν στο μηδέν προς το τέλος της τρίτης δεκαετίας τους, οπότε οι γυναίκες ανέφεραν ότι προσελκύονταν μόνο από το αντίθετο φύλο. Συνολικά, οι γυναίκες εμφάνισαν μεγαλύτερες εναλλαγές στις σεξουαλικές τους προτιμήσεις με την πάροδο του χρόνου, αφού μία στις έξι ήταν πιθανό να βρίσκεται στη μέση του φάσματος της σεξουαλικότητας και να δηλώνει bisexual.
Λιγότεροι από ένας στους 25 άνδρες βρέθηκαν στο ίδιο αυτό σημείο, καθώς οι περισσότεροι ήταν πιο πιθανό να βρίσκονται σε κάποιο από τα δύο άκρα του φάσματος, είτε ως «straight» είτε ως «αναδυόμενοι gay». Σχετικά λίγες γυναίκες χαρακτηρίστηκαν ως «αναδυόμενες λεσβίες».
Στο σημείο αυτό, η Δρ. Kaestle τονίζει ότι η μελέτη υποδεικνύει ότι οι νεαροί ενήλικες εξακολουθούν να βρίσκονται σε μια πολύ δυναμική στιγμή για την ανάπτυξη του σεξουαλικού τους προσανατολισμού.
«Οι αρχές της τρίτης δεκαετίας της ζωής ενός ανθρώπου είναι μια εποχή αυξημένης ανεξαρτησίας και συχνά περιλαμβάνει μεγαλύτερη πρόσβαση σε πιο φιλελεύθερα περιβάλλοντα που μπορούν να προσφέρουν έδαφος για την εξερεύνηση, την αμφισβήτηση ή την αναγνώριση της έλξης από το ίδιο φύλο και αυτό να γίνει πιο αποδεκτό και πιο άνετο σε αυτή την ηλικία.
Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι αρκετοί άνθρωποι δεσμεύονται σε πιο μακροπρόθεσμες σχέσεις στην αρχή της ενήλικης ζωής τους, θα μπορούσε να οδηγήσει σε λιγότερες σεξουαλικές ταυτότητες και έλξεις που δεν εκφράζονται και δεν ταιριάζουν με το φύλο του μακροπρόθεσμου συντρόφου, οδηγώντας σε ένα είδος αόρατης αμφιφυλοφιλίας», σχολιάζει σχετικά η Δρ. Kaestle.
Σημαντικό είναι να τονιστεί ότι, παρόλο που η μελέτη ανέδειξε εννέα κατηγορίες ανάπτυξης σεξουαλικού προσανατολισμού, οι περιορισμοί στις χρησιμοποιούμενες στατιστικές μεθόδους υποδεικνύουν ότι θα μπορούσαν να υπάρχουν περισσότερες κατηγορίες.
Η Δρ. Kaestle σημειώνει, τέλος, ότι τα ονόματα των κατηγοριών δεν αποσκοπούν να αντικαταστήσουν ή να αντικρούσουν την τρέχουσα ταυτότητα ενός ατόμου που έχει αυτοπροσδιοριστεί σεξουαλικά. Αντίθετα, ελπίζει ότι τα ευρήματα αυτά θα βοηθήσουν τους ερευνητές να κατανοήσουν καλύτερα στο μέλλον πώς μια σειρά εμπειριών και προτύπων σεξουαλικού προσανατολισμού μπορεί με την πάροδο του χρόνου να διαμορφώσει τις εμπειρίες όσων ανήκουν σε σεξουαλικές μειονότητες.