Η αντικειμενική διάγνωση του εθισμού στην πορνογραφία συνιστά πρόκληση για τους ειδικούς δεδομένου ότι συναρτάται κυρίως από την προσωπική αντίληψη του ίδιου του ατόμου για τη χρήση πορνογραφικού υλικού εκ μέρους του και τη σεξουαλικότητα εν γένει -με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις να αποτελούν καθοριστικό παράγοντα στην εξίσωση.

Ερευνητές του Πανεπιστημίου Bowling Green, με επικεφαλής τον ψυχολόγο Joshua Grubbs, αναζήτησαν την απάντηση ακριβώς στο ερώτημα εάν οι άνθρωποι βιώνουν αρνητικά συναισθήματα ως απόρροια της χρήσης πορνογραφικού υλικού και για λόγους που δεν σχετίζονται με τη θρησκευτικότητα, το περιβάλλον ανατροφής και την αντίληψή τους περί ηθικής.

Στη σχετική μελέτη έλαβαν μέρος 1.400 άνδρες (τα δύο τρίτα των συμμετεχόντων) και γυναίκες ηλικίας άνω των 18 ετών. Η μέση ηλικία τους ήταν τα 44 έτη και τα δημογραφικά στοιχεία, εθνικότητα και οικογενειακή κατάσταση, συμβάδιζαν με την εθνική κατανομή στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να δώσουν τις απαντήσεις τους σε τρία σκέλη:

  • Θρησκευτικότητα: Ζητήθηκε από τους ερωτηθέντες να αξιολογήσουν πόσο σημαντική ήταν η θρησκεία στη ζωή τους, πόσο συχνά προσεύχονταν και πόσο συχνά πήγαιναν στην εκκλησία.
  • Χρήση πορνογραφίας: Οι ερωτηθέντες δήλωσαν τη συχνότητα χρήσης πορνογραφικού υλικού, η οποία κυμαινόταν από μία έως δύο φορές τον τελευταίο χρόνο έως «μία ή περισσότερες φορές την ημέρα». Η μέση συχνότητα που αναφέρθηκε ήταν περίπου δύο φορές το μήνα.
  • Προσωπική αντίληψη εθισμού στην πορνογραφία: Οι συμμετέχοντες απάντησαν σε ερωτήσεις που είχαν σκοπό να εκτιμήσουν την προσωπική τους αντίληψη ως προς εάν είχαν παρουσιάσει εθισμό στην πορνογραφία και εάν ένιωθαν ότι δεν διατηρούν τον έλεγχο ως προς τη χρήση της. Για παράδειγμα, κλήθηκαν να απαντήσουν εάν συμφωνούν ή διαφωνούν σε αναφορές όπως «αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να διακόψω τη χρήση της διαδικτυακής πορνογραφίας» και «προσπάθησα να μειώσω ή να σταματήσω τη χρήση πορνογραφίας, αλλά δεν τα κατάφερα».

Οι ερευνητές ακολούθως εξέτασαν τη συσχέτιση μεταξύ των τριών μεταβλητών, όπως αναφέρει σχετικά το Pshycology Today.

Ίσως να μην προκαλεί έκπληξη ότι η χρήση πορνογραφίας και η καταγραφείσα προσωπική αντίληψη εθισμού σε αυτήν συσχετίστηκαν θετικά, δηλαδή χρήση και αντίληψη εθισμού αυξάνονταν παράλληλα. Αντίστοιχα, όσοι έκαναν λιγότερη χρήση ήταν και λιγότερο προβληματισμένοι ως προς τον πιθανό κίνδυνο εθισμού.

Πιο αναπάντεχη ήταν αντίθετα η θετική συσχέτιση μεταξύ θρησκευτικότητας και υποκειμενικής αντίληψης εθισμού στην πορνογραφία. Όσο μεγαλύτερη ήταν η σχέση του συμμετέχοντα με τη θρησκεία, τότε πιθανότερο ήταν να πιστεύει πως έχει αποκτήσει εθισμό στην πορνογραφία.

Αυτό εντούτοις δεν μεταφράζεται στο ότι οι θρησκευόμενοι κάνουν συχνότερη χρήση πορνογραφικού υλικού. Μάλιστα, τα στοιχεία έδειξαν το αντίθετο. Κατά μέσο όρο παρακολουθούν λιγότερο πορνό συγκριτικά με τους μη θρησκευόμενους, αλλά οι τελευταίοι δεν εξέλαβαν ως προβληματική τη χρήση πορνό ακόμη και όταν η συχνότητα ήταν μεγάλη.

Βάσει των ευρημάτων τους, οι ερευνητές συμβουλεύουν πως όταν οι ειδικοί καλούνται να βοηθήσουν ανθρώπους που εμπίπτουν στην κατηγορία των εθισμένων στην πορνογραφία θα ήταν προτιμότερο απομακρυνθούν από τον κλασσικό ορισμό του «εθισμού της πορνογραφίας» και να τους βοηθήσουν να επιλύσουν τη σύγκρουση μεταξύ των θρησκευτικών πεποιθήσεων και της φυσικής σεξουαλικής επιθυμίας τους.