Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ορίσει κάποιος τον σεξουαλικό εθισμό, μιας και αυτός αλλάζει ανάλογα με το χωροχρονικό πλαίσιο. Και ακόμη δυσκολότερο να ορίσεις αυτή τη συμπεριφορά ως διαταραχή. Ενδεχομένως κάποια πράγματα που σχετίζονται με την υπερσεξουαλικότητα να διογκώνονται άνευ λόγου. Παρακάτω εξετάζουμε όλες τις απόψεις.
Για μερικούς ανθρώπους, οι επίμονες σεξουαλικές επιθυμίες, σκέψεις και συμπεριφορά μπορούν να γίνουν προβληματικές. Αυτά τα άτομα μπορούν να υποδουλωθούν σε σεξουαλικές φαντασιώσεις και παρορμήσεις, ενώ κατά καιρούς μπορεί να νιώθουν ότι δεν έχουν κανέναν έλεγχο στις πράξεις τους, καταλαμβανόμενοι από μια σεξουαλική μανία. Αυτό το μοντέλο συμπεριφοράς αναφέρεται συχνά ως υπερσεξουαλικότητα ή σεξουαλική εξάρτηση. Η διαταραχή της καταναγκαστικής σεξουαλικής συμπεριφοράς προστέθηκε πρόσφατα στη Διεθνή Στατιστική Ταξινόμηση Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD-11) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, αλλά η απόφαση ήταν αμφιλεγόμενη, καθώς πολλοί ψυχολόγοι θεωρούν ότι έννοιες όπως η υπερσεξουαλικότητα εξηγούνται καλύτερα μέσα από ένα ψυχολογικό και συμπεριφορικό πρίσμα και όχι βιολογικό. Υπάρχει ευρεία συζήτηση για το αν το πρόβλημα προέρχεται από την έλλειψη ελέγχου των παρορμήσεων, από μια σεξουαλική δραστηριότητα μεγαλύτερη από το μέσο όρο, από έναν συνδυασμό των δύο ή από έναν ηθικό κώδικα που απαγορεύει και επικρίνει τη σεξουαλική δραστηριότητα που δεν είναι συνηθισμένη. Παρά τις ενστάσεις ένα ποσοστό 3% με 6% ανευρίσκεται στις βιβλιογραφικές αναφορές ως το σύνηθες ποσοστό του πληθυσμού που έχει εθισμό στο σεξ.
Η προβληματική συμπεριφορά που θεωρείται ότι αντικατοπτρίζει τον σεξουαλικό εθισμό μπορεί να συγκαλύπτει μια κατάσταση κατάθλιψης ή άγχους, οπότε η υπερβολική σεξουαλική δραστηριότητα μπορεί να είναι μια προσπάθεια αντιμετώπισης αυτής της δυσφορίας, αν και τείνει να δημιουργήσει τη δική της σειρά αρνητικών συνεπειών, από τη μείωση της φυσικής υγείας και τη διαταραχή των σχέσεων και της εργασιακής καριέρας. Το μοντέλο συμπεριφοράς συνοδεύεται συχνά από συναισθήματα βαθιάς ντροπής και για αυτό η δραστηριότητα διατηρείται κρυφή. Βέβαια, όπως μία έκφανση ότι ενυπάρχουν και άλλα προβλήματα «εντός» είναι η υπερβολική σεξουαλική δραστηριότητα και ενασχόληση, έτσι και η ελάχιστη μπορεί να υποδηλώνει αντίστοιχα ελλείμματα. Πολλοί ψυχοθεραπευτές πιστεύουν ότι η καλύτερη θεραπεία είναι η ψυχοθεραπεία που εξετάζει τα βαθύτερα συναισθήματα ενός ατόμου και την ικανότητά του να ρυθμίζει τα συναισθήματα, τις πεποιθήσεις για τον εαυτό του, τις προηγούμενες σεξουαλικές εμπειρίες και πολλά άλλα. Τελικό ζητούμενο, το μέτρο, μια δραστηριότητα δηλαδή που να μην υπονομεύει τις άλλες δραστηριότητες του ατόμου.
Πάντως, μελέτες έχουν δείξει ότι πολλοί άνδρες που αναγνωρίζουν τους εαυτούς τους ως «σεξουαλικώς εθισμένους» έχουν στην πραγματικότητα λιγότερη σεξουαλική δραστηριότητα από το μέσο όρο, αλλά αισθάνονται περισσότερο ντροπή για τη σεξουαλικότητά τους ή έχουν πιο αρνητικές αντιλήψεις για το σεξ. Αυτό μπορεί να υποδεικνύει ότι μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζεται σεξουαλική εξάρτηση επηρεάζεται από τις πολιτισμικές ή θρησκευτικές συμπεριφορές σχετικά με τη σεξουαλικότητα και το ρόλο που πρέπει να διαδραματίζει το σεξ στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.