Η μέθοδος εκπαίδευσης σκύλων που ήθελε τα πλάσματα αυτά να μαθαίνουν «τρόπους καλής συμπεριφοράς» με τη βία και τις φωνές, έτσι ώστε να υποταχθούν στον αφέντη τους, εξακολουθεί, δυστυχώς, να εφαρμόζεται και στις μέρες μας. Κάποιοι εκπαιδευτές σκύλων, αλλά και ιδιοκτήτες, αγνοούν τις αμέτρητες μελέτες/έρευνες, που δείχνουν ότι η θετική εκπαίδευση σκύλων, όχι μόνον έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα, αλλά και αναπτύσσει ισχυρούς δεσμούς μεταξύ ζώου και ιδιοκτήτη/κηδεμόνα. Το γνωρίζουν, άλλωστε, κι όσοι την έχουν δοκιμάσει.
Όπως εύκολα καταλαβαίνει κανείς, μεταξύ των δύο τρόπων διδασκαλίας υπάρχει τεράστια διαφορά. Με τον πρώτο, έχουμε έναν υποτακτικό σκύλο, φοβισμένο, ψυχικά και σωματικά τραυματισμένο. Άρα, δυστυχισμένο. Με τον δεύτερο, αναπτύσσουμε μαζί του μια σχέση που βασίζεται στον σεβασμό, την επικοινωνία, την κατανόηση και τη συντροφικότητα.
Ο εκπαιδευτής σκύλων, Σωτήρης Κοντάκος, μας εξηγεί τη φιλοσοφία της θετικής εκπαίδευσης και πόσο ευχάριστη είναι, για εμάς αλλά και για τον τετράποδο φίλο μας.
«Μία από τις σημαντικότερες θεωρίες της ψυχολογίας είναι αυτή του συμπεριφορισμoύ, η οποία αναπτύχθηκε, κυρίως, τις δεκαετίες του ’50 και ’60 με σκοπό τη μελέτη της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Οι βασικές τοποθετήσεις των εκπροσώπων της είχαν ως επιστημονικό αντικείμενο την παρατηρήσιμη συμπεριφορά και μόνον, και τη συμπεριφορά ως προϊόν μάθησης. Οι θεωρητικοί του συμπεριφορισμού έμειναν γνωστοί, ευρέως, για τα αυστηρά και αντικειμενικά πειράματα που διενήργησαν με ζώα, που σκοπό είχαν την επιστημονική στοχοθέτηση και τον έλεγχο των υποθέσεών τους.
Ιδρυτής της θεωρητικής κατεύθυνσης της ψυχολογίας, γνωστής ως θεωρία της συμπεριφοράς, υπήρξε ο John B. Watson (1878-1958). Βασιζόμενος στη μελέτη των ζώων, μέσω των πειραμάτων, έδωσε βαρύτητα στη μελέτη της άμεσα παρατηρούμενης συμπεριφοράς και στον αποκλεισμό της αυτοπαρατήρησης και της ενδοσκόπησης, κατορθώνοντας, συγχρόνως, να προσδώσει μια ισχυρή θέση στο συμπεριφορισμό, ανάμεσα στις άλλες ψυχολογικές θεωρίες του ατόμου.
Ακολουθώντας τα χνάρια του Watson, ο Ρώσος φυσιολόγος Ivan Pavlov(1849-1936) ανέπτυξε τη θεωρία της Κλασσικής Εξαρτημένης Μάθησης. Διενεργώντας πειράματα με σκύλους, παρατήρησε ότι ένα μέχρι πριν ουδέτερο ερέθισμα αποκτά την ικανότητα να προκαλέσει μία αντίδραση, επειδή συσχετίζεται με ένα ερέθισμα που παράγει αυτόματα την ίδια η παρόμοια αντίδραση. Το φαγητό θεωρείται μη εξαρτημένο ερέθισμα και η έκκριση σιέλου εξαρτημένη αντίδραση. Ένα ουδέτερο ερέθισμα, όπως το κουδούνι, δεν θα προκαλέσει έκκριση σιέλου. Αν όμως, έπειτα από αρκετές δοκιμές, το κουδούνι ηχήσει ακριβώς πριν από την παροχή φαγητού, τότε ο ήχος του κουδουνιού χωρίς την επακόλουθη εμφάνιση φαγητού μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση της έκκρισης σιέλου. Επιπλέον, αν η ίδια αντίδραση συνδεθεί με άλλα παρόμοια ερεθίσματα, μπορεί να λάβει χώρα η γενίκευση, ενώ η επανειλημμένη παρουσίαση του εξαρτημένου ερεθίσματος χωρίς το ανεξάρτητο οδηγεί στην απόσβεση.
Ο B.F. Skinner (1904-1990) επέκτεινε την παραπάνω θεωρία και έδωσε έμφαση στη διεργασία και τις συνθήκες μάθησης. Σύμφωνα, λοιπόν, με τη Συντελεστική Εξαρτημένη Μάθηση, κεντρικό ρόλο κατέχουν οι ενισχυτές – ερεθίσματα που ακολουθούν μια αντίδραση και αυξάνουν τις πιθανότητες αυτής να επανεμφανιστεί. Αν μια συμπεριφορά ενισχυθεί θετικά, είναι πιθανό να εκδηλωθεί ξανά, ενώ αν ενισχυθεί αρνητικά (τιμωρία), μπορεί να αποσβεστεί. Η ενίσχυση είναι σημαντική, τόσο στην εκμάθηση μιας συμπεριφοράς όσο και στη διατήρησή της.
Συμπεριφορισμός και θετική εκπαίδευση
Η θετική εκπαίδευση χρησιμοποιεί τη φιλοσοφία και τα μέσα του συμπεριφορισμού. Ο σκύλος μαθαίνει τις συμπεριφορές μέσα από τη θετική σύνδεση ενός οπτικού ή ηχητικού ερεθίσματος με την επιθυμητή συμπεριφορά, αλλά και με την παράλληλη ενίσχυση αυτής μέσω της παροχής τροφής ή χαδιού. Η ενίσχυση παρέχεται συστηματικά και με πρόγραμμα, με σκοπό την εκμάθηση, τη διατήρηση και τη γενίκευση της συμπεριφοράς, ώστε αυτή να εκτελείται πια χωρίς κάποιον ενισχυτή. Τότε η συμπεριφορά αυτή εντάσσεται, θα λέγαμε, στο συμπεριφορικό «ρεπερτόριο» του σκύλου.
Ο σκύλος, μέσω της θετικής σύνδεσης, εκτελεί τα συνθήματα με χαρά και ηρεμία, διότι ενισχύεται για τη σωστή συμπεριφορά, ενώ συγχρόνως δεν τιμωρείται για τη λανθασμένη. Αντιθέτως, συμπεριφορές μη επιθυμητές ή δυσλειτουργικές αγνοούνται με σκοπό την απόσβεση, και στη θέση αυτών διδάσκονται οι επιθυμητές.
Στον αντίποδα, είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι ο παραδοσιακός τρόπος εκπαίδευσης, χρησιμοποιώντας ως βασικό εργαλείο τη βία και όχι την παροχή θετικής ενίσχυσης, τρομοκρατεί τον σκύλο και τον οδηγεί στην εκτέλεση των συνθημάτων, προκειμένου να αποφύγει τον εξαναγκασμό και τον πόνο. Μάλιστα, σύμφωνα με έρευνα του 1967 από τους Seligman και Maier, τo 75% των σκύλων παύουν να προσπαθούν, διότι νιώθουν αβοήθητοι.
Εν κατακλείδι, τα μόνα εργαλεία του θετικού εκπαιδευτή είναι μπόλικες λιχουδιές, παιχνίδια, ένα κλίκερ και, βεβαίως, η καλή του διάθεση και η αγάπη του για τους σκύλους. Με την εκπαίδευση, κάθε σκύλος μαθαίνει λειτουργικές και χρήσιμες συμπεριφορές μέσα από την ενίσχυση, το φαγητό και το παιχνίδι. Η εκπαίδευση είναι μια γέφυρα επικοινωνίας που χτίζεται ανάμεσα στον άνθρωπο και τον σκύλο, πρωτίστως όμως είναι διασκέδαση, εκτόνωση πνευματική και σωματική, όπου κανένα είδος βίας και εξαναγκασμού δεν χωράει».